δρύοχοι: Difference between revisions
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
(6_15) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dru/oxoi | |Beta Code=dru/oxoi | ||
|Definition=[<b class="b3">ῠ], οἱ,</b> (<b class="b3">δρυ-</b> 'wooden structure', 'ship' (cf. [[δόρυ]]) <b class="b3">, ἔχω</b>) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">props</b> or <b class="b2">shores</b> upon which is laid the frame of a new ship, <span class="bibl">Od.19.574</span>, cf. Eust. et Sch. adloc.; <b class="b3">κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς</b> Epigr. ap. Moschion ap.<span class="bibl">Ath.5.209c</span>; <b class="b3">ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι</b> to build a ship from <b class="b2">the keel</b>, <span class="bibl">Plb.1.38.5</span>; δρυόχους ἐπεβάλλετο νηός <span class="bibl">A.R.1.723</span>: metaph., <b class="b3">δρυόχους τιθέναι δράματος ἀρχάς</b> to lay <b class="b2">the keel</b> of a new play, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>52</span>: οἷον ἐκ δρυόχων <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ti.</span>81b</span>, cf. Plu.2.321e: sg. only in <span class="bibl">Poll.1.85</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[δρυμά]], <b class="b2">woods</b>, AP6.16 (Arch.): heterocl. pl. δρύοχα <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1163</span> (lyr.).</span> | |Definition=[<b class="b3">ῠ], οἱ,</b> (<b class="b3">δρυ-</b> 'wooden structure', 'ship' (cf. [[δόρυ]]) <b class="b3">, ἔχω</b>) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">props</b> or <b class="b2">shores</b> upon which is laid the frame of a new ship, <span class="bibl">Od.19.574</span>, cf. Eust. et Sch. adloc.; <b class="b3">κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς</b> Epigr. ap. Moschion ap.<span class="bibl">Ath.5.209c</span>; <b class="b3">ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι</b> to build a ship from <b class="b2">the keel</b>, <span class="bibl">Plb.1.38.5</span>; δρυόχους ἐπεβάλλετο νηός <span class="bibl">A.R.1.723</span>: metaph., <b class="b3">δρυόχους τιθέναι δράματος ἀρχάς</b> to lay <b class="b2">the keel</b> of a new play, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>52</span>: οἷον ἐκ δρυόχων <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ti.</span>81b</span>, cf. Plu.2.321e: sg. only in <span class="bibl">Poll.1.85</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[δρυμά]], <b class="b2">woods</b>, AP6.16 (Arch.): heterocl. pl. δρύοχα <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1163</span> (lyr.).</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δρύοχοι''': οἱ, ([[δρῦς]] ἔχω) τὰ ὑποστηρίγματα ἐφ’ ὧν στηρίζεται ἡ [[τρόπις]] ναυπηγουμένου πλοίου, Ὀδ. Τ. 574,- [[ἔνθα]] οἱ πελέκεις ἐμπεπηγμένοι κατὰ γραμμὴν παρομοιάζονται πρὸς τοὺς δρυόχους, πρβλ. Εὐστ. καί Σχολ. ἐν τόπῳ, κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανὶς Ἐπίγραμ. παρ’ Ἀθην. 209C·- μεταγεν., ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι [[σκάφη]], καινὰ ἐξ ὑπαρχῆς, Πολύβ. 1. 38, 5· δρυόχους ἐπεβάλλετο νηὸς Ἀπολλών. Ρόδ. Α. 723· οὕτω, δρυόχους τιθέναι δράματος, καταθέτω, βάλλω τὴν τρόπιν (βάσιν), δηλ. ἄρχομαι νέου δράματος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 52· καὶ παροιμ., [[οἷον]] ἐκ δρυόχων Πλάτ. Τιμ. 81Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 231Ε·- ὁ [[Πολυδ]]. Α΄, 85 ἀναφέρει τὸ ἑνικ. δρύοχον. ΙΙ. = δρυμά, δάση, Ἀνθ. Π. 6. 16· καὶ [[οὕτως]] ὁ Εὐρ. Ἠλ. 1163, κατὰ ἑτερογενῆ πληθ. δρύοχα. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], οἱ, (δρυ- 'wooden structure', 'ship' (cf. δόρυ) , ἔχω)
A props or shores upon which is laid the frame of a new ship, Od.19.574, cf. Eust. et Sch. adloc.; κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς Epigr. ap. Moschion ap.Ath.5.209c; ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι to build a ship from the keel, Plb.1.38.5; δρυόχους ἐπεβάλλετο νηός A.R.1.723: metaph., δρυόχους τιθέναι δράματος ἀρχάς to lay the keel of a new play, Ar.Th.52: οἷον ἐκ δρυόχων Pl. Ti.81b, cf. Plu.2.321e: sg. only in Poll.1.85. II = δρυμά, woods, AP6.16 (Arch.): heterocl. pl. δρύοχα E.El.1163 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δρύοχοι: οἱ, (δρῦς ἔχω) τὰ ὑποστηρίγματα ἐφ’ ὧν στηρίζεται ἡ τρόπις ναυπηγουμένου πλοίου, Ὀδ. Τ. 574,- ἔνθα οἱ πελέκεις ἐμπεπηγμένοι κατὰ γραμμὴν παρομοιάζονται πρὸς τοὺς δρυόχους, πρβλ. Εὐστ. καί Σχολ. ἐν τόπῳ, κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανὶς Ἐπίγραμ. παρ’ Ἀθην. 209C·- μεταγεν., ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι σκάφη, καινὰ ἐξ ὑπαρχῆς, Πολύβ. 1. 38, 5· δρυόχους ἐπεβάλλετο νηὸς Ἀπολλών. Ρόδ. Α. 723· οὕτω, δρυόχους τιθέναι δράματος, καταθέτω, βάλλω τὴν τρόπιν (βάσιν), δηλ. ἄρχομαι νέου δράματος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 52· καὶ παροιμ., οἷον ἐκ δρυόχων Πλάτ. Τιμ. 81Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 231Ε·- ὁ Πολυδ. Α΄, 85 ἀναφέρει τὸ ἑνικ. δρύοχον. ΙΙ. = δρυμά, δάση, Ἀνθ. Π. 6. 16· καὶ οὕτως ὁ Εὐρ. Ἠλ. 1163, κατὰ ἑτερογενῆ πληθ. δρύοχα.