ἀνεκτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(13_7_1)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] (erst Sp. ἀνεκτή fem., vgl. Lob. Par. 482; Thuc. 7, 87 ὀσμαὶ ἀνεκτοί, Hom. Iliad. 10, 118. 11, 610 χρειὼ [[ἀνεκτός]], s. Scholl. Aristonic. 10, 118 Friedl. Aristonic. p. 31), erträglich, auszuhalten; Hom. Od. 20, 83 τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν; mit der Negation οὐ Iliad. 10, 118. 11, 610 χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ' [[ἀνεκτός]]; 1, 573 λοίγια ἔργα οὐδ' ἔτ' ἀνεκτά; Od. 20, 223 ἐπεὶ οὐκέτ' ἀνεκτὰ πέλονται; Advb. ἀνεκτῶς Iliad. 8, 355 Od. 9, 350 ὁ δὲ μαίνεται (σὺ δὲ μαίνεαι) οὐκέτ' ἀνεκτῶς; – οὐκ ἀνεκτόν Aesch. Ag. 1364; οὐκ ἀνεκτά Soph. Ant. 282; ohne Negation in der Frage O. R. 429. Auch bei Plato immer mit der Negation, mit folgendem inf., οὐκ ἀνεκτὸν [[ἄλλως]] λέγειν, man kann es unmöglich anders sagen, Theaet. 154 c; οὐδὲν ἀνεκτὸν μὴ οὐ διασκέψασθαι, man muß es in Erwägung ziehen, 181 b; Sp.; Adv. ἀνεκτῶς Isocr. 5, 11, χαλεπόν ἐστι, περὶ τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν δύο λόγους ἀνεκτῶς εἰπεῖν, erträglich zu sprechen; οὐκ ἀνεκτῶς ἔχει, es ist nicht zu ertragen, Xen. Hell. 7, 3, 1; – ἀνεκτότερον ἔσται τῇ γῇ Matth. 10, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] (erst Sp. ἀνεκτή fem., vgl. Lob. Par. 482; Thuc. 7, 87 ὀσμαὶ ἀνεκτοί, Hom. Iliad. 10, 118. 11, 610 χρειὼ [[ἀνεκτός]], s. Scholl. Aristonic. 10, 118 Friedl. Aristonic. p. 31), erträglich, auszuhalten; Hom. Od. 20, 83 τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν; mit der Negation οὐ Iliad. 10, 118. 11, 610 χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ' [[ἀνεκτός]]; 1, 573 λοίγια ἔργα οὐδ' ἔτ' ἀνεκτά; Od. 20, 223 ἐπεὶ οὐκέτ' ἀνεκτὰ πέλονται; Advb. ἀνεκτῶς Iliad. 8, 355 Od. 9, 350 ὁ δὲ μαίνεται (σὺ δὲ μαίνεαι) οὐκέτ' ἀνεκτῶς; – οὐκ ἀνεκτόν Aesch. Ag. 1364; οὐκ ἀνεκτά Soph. Ant. 282; ohne Negation in der Frage O. R. 429. Auch bei Plato immer mit der Negation, mit folgendem inf., οὐκ ἀνεκτὸν [[ἄλλως]] λέγειν, man kann es unmöglich anders sagen, Theaet. 154 c; οὐδὲν ἀνεκτὸν μὴ οὐ διασκέψασθαι, man muß es in Erwägung ziehen, 181 b; Sp.; Adv. ἀνεκτῶς Isocr. 5, 11, χαλεπόν ἐστι, περὶ τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν δύο λόγους ἀνεκτῶς εἰπεῖν, erträglich zu sprechen; οὐκ ἀνεκτῶς ἔχει, es ist nicht zu ertragen, Xen. Hell. 7, 3, 1; – ἀνεκτότερον ἔσται τῇ γῇ Matth. 10, 15.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεκτός''': -όν, μεταγεν. ή, όν, Διογ. Λ. 2. 36: - Ρηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀνέχομαι, ὃν δύναταί τις νὰ ὑποφέρῃ, ὑποφερτός, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ. (ὡς τὸ [[ἀνασχετός]])· λοίγια ἔργα …, οὐδ’ ἔτ’ ἀνεκτὰ Ἰλ. Α. 573· [[χρειώ]] … οὐκέτ’ ἀνεκτὸς Κ. 118, Θέογν. 1195, κτλ., [[οὕτως]] ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ καὶ παρ’ Ἀττ., οὐκ ἀνεκτὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1364· οὐκ ἀνεκτὰ Σοφ. Ἀντ. 282, κτλ. ἢ μετ’ ἐρωτήσεως, ἦ [[ταῦτα]] δῆτ’ ἀνεκτά; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 429· [[ταῦτα]] δῆτ’ ἀνέκτ’ ἀκούειν; Ἀριστοφ. Θεσμ. 563: - οὐκ ἀνεκτὸν [ἐστι] ἑπομέν. ἀπαρ. [[μετὰ]] ἢ [[ἄνευ]] τοῦ μὴ οὐ Πλάτ. Θεαίτ. 154C, 181Β· τὸ μὲν οὐκ ἀν. ἐμοί ... γίγνεται ὁ αὐτ. Νόμ. 861D. 2) [[ἄνευ]] ἀρνήσ., τὸ μὲν καὶ ἀνεκτόν ἔχει κακόν, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ὑποφερτόν, Ὀδ. Υ. 83· ἀνεκτὰ παθεῖν, toleranda pati, Θουκ. 7. 77· [[μέχρι]] τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοι, ἐς ὅσον …, ὁ αὐτ. 2. 35· παντὶ τρόπῳ [[ὅστις]] καὶ ὁπωσοῦν [[ἀνεκτός]], καθ’ οἱονδήποτε ὁπωσοῦν ὑποφερτὸν τρόπον, ὁ αὐτ. 8. 90, πρβλ. Δημ. 1477. 24· ἀν. τι λέγειν Ἰσοκρ. 172Β· ἀνεκτότερα, ὑποφερτότερα, Κικ. π. Ἀττ. 12. 45· ἀνεκτότερον ἔσται τινί Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 15, ια΄, 22, κτλ. β) ἐπὶ προσώπων, [[μόγις]] ἀνεκτοὶ Λυσ. 166. 10, πρβλ. Δημ. 1477. 25. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τῶς παρ’ Ὁμ. ἀείποτε οὐκέτ’ ἀνεκτῶς Ὀδ. Ι. 350, κτλ.· νομίσας οὐκ ἀνεκτῶς ἔχειν ὅτι δὲν [[εἶναι]] ὑποφερτά, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 1.
}}
}}

Revision as of 11:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκτός Medium diacritics: ἀνεκτός Low diacritics: ανεκτός Capitals: ΑΝΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anektós Transliteration B: anektos Transliteration C: anektos Beta Code: a)nekto/s

English (LSJ)

όν, later ή, όν IGRom.4.293 ii 4 (Pergam.), D.L.2.36: Aeol. ὄνεκτος Alc.Supp.27.9:—

   A bearable, sufferable, tolerable, mostly with a neg. (like ἀνασχετός), λοίγια ἔργα . . οὐδ' ἔτ' ἀνεκτά Il.1.573; χρειὼ . . οὐκέτ' ἀνεκτός 10.118, Thgn.1195, etc.: so mostly in Att., οὐκ ἀνεκτόν A.Ag.1364; οὐκ ἀνεκτά S.Ant.282, etc.; or with a question, ἦ ταῦτα δῆτ' ἀνεκτά; Id.OT429; ταυτὶ δῆτ' ἀνέκτ' ἀκούειν; Ar. Th.563:—οὐκ ἀνεκτόν [ἐστι] foll. by inf., with or without μὴ οὐ, Pl. Tht.154c,181b; τὸ μὲν οὐκ ἀ. ἐμοὶ . . γίγνεσθαι Id.Lg.861d.    2 without a neg., τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν that can be endured, Od.20.83; ἀ. χοὖτος ἦν ὅμως ἐμοί Pherecr.145.13; ἀνεκτὰ παθεῖν Th. 7.77; μέχρι τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοι ἐς ὅσον . . Id.2.35; παντὶ τρόπῳ ὅστις καὶ ὁπωσοῦν ἀνεκτός in any tolerable manner whatsoever, Id.8.90; ἀ. τι λέγειν Isoc.8.65; συμβίωσιν -όν Phld.Ir.p.78W.; ἀνεκτότερα more tolerable, Cic.Att.12.45.2; ἀνεκτότερον ἔσται τινί Ev.Matt. 10.15,11.22, etc.: Sup., Phld.Rh.2.226S.    b of persons, μόγις ἀνεκτοί Lys.22.20, cf. D.Ep.3.13.    II Adv. -τῶς, in Hom. always οὐκέτ' ἀνεκτῶς, Od.9.350, etc.; οὐκ ἀνεκτῶς ἔχει it is not to be borne, X.HG7.3.1: without neg., Phld.D.3Fr.2, Oec.p.31J.

German (Pape)

[Seite 221] (erst Sp. ἀνεκτή fem., vgl. Lob. Par. 482; Thuc. 7, 87 ὀσμαὶ ἀνεκτοί, Hom. Iliad. 10, 118. 11, 610 χρειὼ ἀνεκτός, s. Scholl. Aristonic. 10, 118 Friedl. Aristonic. p. 31), erträglich, auszuhalten; Hom. Od. 20, 83 τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν; mit der Negation οὐ Iliad. 10, 118. 11, 610 χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ' ἀνεκτός; 1, 573 λοίγια ἔργα οὐδ' ἔτ' ἀνεκτά; Od. 20, 223 ἐπεὶ οὐκέτ' ἀνεκτὰ πέλονται; Advb. ἀνεκτῶς Iliad. 8, 355 Od. 9, 350 ὁ δὲ μαίνεται (σὺ δὲ μαίνεαι) οὐκέτ' ἀνεκτῶς; – οὐκ ἀνεκτόν Aesch. Ag. 1364; οὐκ ἀνεκτά Soph. Ant. 282; ohne Negation in der Frage O. R. 429. Auch bei Plato immer mit der Negation, mit folgendem inf., οὐκ ἀνεκτὸν ἄλλως λέγειν, man kann es unmöglich anders sagen, Theaet. 154 c; οὐδὲν ἀνεκτὸν μὴ οὐ διασκέψασθαι, man muß es in Erwägung ziehen, 181 b; Sp.; Adv. ἀνεκτῶς Isocr. 5, 11, χαλεπόν ἐστι, περὶ τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν δύο λόγους ἀνεκτῶς εἰπεῖν, erträglich zu sprechen; οὐκ ἀνεκτῶς ἔχει, es ist nicht zu ertragen, Xen. Hell. 7, 3, 1; – ἀνεκτότερον ἔσται τῇ γῇ Matth. 10, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκτός: -όν, μεταγεν. ή, όν, Διογ. Λ. 2. 36: - Ρηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀνέχομαι, ὃν δύναταί τις νὰ ὑποφέρῃ, ὑποφερτός, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ. (ὡς τὸ ἀνασχετός)· λοίγια ἔργα …, οὐδ’ ἔτ’ ἀνεκτὰ Ἰλ. Α. 573· χρειώ … οὐκέτ’ ἀνεκτὸς Κ. 118, Θέογν. 1195, κτλ., οὕτως ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ καὶ παρ’ Ἀττ., οὐκ ἀνεκτὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1364· οὐκ ἀνεκτὰ Σοφ. Ἀντ. 282, κτλ. ἢ μετ’ ἐρωτήσεως, ἦ ταῦτα δῆτ’ ἀνεκτά; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 429· ταῦτα δῆτ’ ἀνέκτ’ ἀκούειν; Ἀριστοφ. Θεσμ. 563: - οὐκ ἀνεκτὸν [ἐστι] ἑπομέν. ἀπαρ. μετὰἄνευ τοῦ μὴ οὐ Πλάτ. Θεαίτ. 154C, 181Β· τὸ μὲν οὐκ ἀν. ἐμοί ... γίγνεται ὁ αὐτ. Νόμ. 861D. 2) ἄνευ ἀρνήσ., τὸ μὲν καὶ ἀνεκτόν ἔχει κακόν, ὅπερ εἶναι ὑποφερτόν, Ὀδ. Υ. 83· ἀνεκτὰ παθεῖν, toleranda pati, Θουκ. 7. 77· μέχρι τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοι, ἐς ὅσον …, ὁ αὐτ. 2. 35· παντὶ τρόπῳ ὅστις καὶ ὁπωσοῦν ἀνεκτός, καθ’ οἱονδήποτε ὁπωσοῦν ὑποφερτὸν τρόπον, ὁ αὐτ. 8. 90, πρβλ. Δημ. 1477. 24· ἀν. τι λέγειν Ἰσοκρ. 172Β· ἀνεκτότερα, ὑποφερτότερα, Κικ. π. Ἀττ. 12. 45· ἀνεκτότερον ἔσται τινί Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 15, ια΄, 22, κτλ. β) ἐπὶ προσώπων, μόγις ἀνεκτοὶ Λυσ. 166. 10, πρβλ. Δημ. 1477. 25. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τῶς παρ’ Ὁμ. ἀείποτε οὐκέτ’ ἀνεκτῶς Ὀδ. Ι. 350, κτλ.· νομίσας οὐκ ἀνεκτῶς ἔχειν ὅτι δὲν εἶναι ὑποφερτά, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 1.