ἀπρόσκοπος: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(13_4) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0339.png Seite 339]] ([[προσκόπτω]]), 1) nicht angestoßen, unverletzt, rein, Act. Apost. 24, 16. – 2) nicht verletzend, keinen Anstoß gebend, I. Cor. 10, 32. sich nicht vorsehend, unvorsichtig, nicht vorhersehend, Aesch. Eum. 105, l. d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0339.png Seite 339]] ([[προσκόπτω]]), 1) nicht angestoßen, unverletzt, rein, Act. Apost. 24, 16. – 2) nicht verletzend, keinen Anstoß gebend, I. Cor. 10, 32. sich nicht vorsehend, unvorsichtig, nicht vorhersehend, Aesch. Eum. 105, l. d. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπρόσκοπος''': -ον, μὴ προσκόπτων, [[ἄμεμπτος]], Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. α΄ 10· ὁ μὴ πίπτων εἰς [[πταῖσμα]], ἄπταιστος, [[συνείδησις]] Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 16: - Ἐπίρρ. ἀπροσκόπως, ἀπροσκόπτως, ἀσφαλῶς, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ μὴ παρέχων [[πρόσκομμα]] ἢ [[σκάνδαλον]], τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 195, ἀπρόσκοποι γίνεσθε καὶ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι, μηδενὶ σκανδάλου ἀφορμὴν παρέχοντες, πρὸς Κορ. Α΄, ι΄, 32, Κλήμ. Ἀλ. 525. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:38, 5 August 2017
English (LSJ)
(A), ον,
A not stumbling, void of offence, Ep.Phil.1.10; συνείδησις Act.Ap.24.16. 2 free from harm, ἄτρυτος καί ἀ. IG5(2).20.19 (Tegea, i B. C.); [θεοί] σεδιαφυλάσσουσιν ἀ. PGiss.17.7 (ii A.D.), cf. PBaden 39 iii 14 (ii A. D.). Adv. -πως ib.79iv8 (ii A.D.). II giving no offence, τινί S.E.M.1.195, 1 Ep.Cor.10.32.
ἀπρό-σκοπος (B), ον,
A unseeing, A.Eu.105. II unexplored, ὁδός LXXSi.35(32).21.
German (Pape)
[Seite 339] (προσκόπτω), 1) nicht angestoßen, unverletzt, rein, Act. Apost. 24, 16. – 2) nicht verletzend, keinen Anstoß gebend, I. Cor. 10, 32. sich nicht vorsehend, unvorsichtig, nicht vorhersehend, Aesch. Eum. 105, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσκοπος: -ον, μὴ προσκόπτων, ἄμεμπτος, Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. α΄ 10· ὁ μὴ πίπτων εἰς πταῖσμα, ἄπταιστος, συνείδησις Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 16: - Ἐπίρρ. ἀπροσκόπως, ἀπροσκόπτως, ἀσφαλῶς, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ μὴ παρέχων πρόσκομμα ἢ σκάνδαλον, τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 195, ἀπρόσκοποι γίνεσθε καὶ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι, μηδενὶ σκανδάλου ἀφορμὴν παρέχοντες, πρὸς Κορ. Α΄, ι΄, 32, Κλήμ. Ἀλ. 525.