κατασπιλάζω: Difference between revisions
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(c2) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] beflecken, Hesych. erkl. [[μολύνω]]. – Unvermuthet überfallen, Suid., K. S. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] beflecken, Hesych. erkl. [[μολύνω]]. – Unvermuthet überfallen, Suid., K. S. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατασπῐλάζω''': σπίλους [[καταχέω]], κηλιδώνω, «λερώνω», τινός, Ἡσύχ. ΙΙ. [[ἐπέρχομαι]] ἀπροσδοκήτως, ἐπιφαίνομαι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν σπιλάδων, δηλ. ὑφάλων πετρῶν, αἵτινες ὑπὸ ὕδατος καλυπτόμενοι τοῖς ἀπροόπτως προσπελάζουσι κίνδυνον ἐπιφέρουσιν, Μ. Ἐτυμ. σ. 495. 42, (σπιλὰς) Κύριλλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 5 August 2017
English (LSJ)
(σπιλάς B)
A spot, stain, Hsch. 2 = κατακρύπτω, Anon. ap. EM495.42. II (σπιλάς C) swoop down upon, as a sudden storm, Ph.Fr.28 H., Suid. s.v. κατεσπίλασεν.
German (Pape)
[Seite 1380] beflecken, Hesych. erkl. μολύνω. – Unvermuthet überfallen, Suid., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπῐλάζω: σπίλους καταχέω, κηλιδώνω, «λερώνω», τινός, Ἡσύχ. ΙΙ. ἐπέρχομαι ἀπροσδοκήτως, ἐπιφαίνομαι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν σπιλάδων, δηλ. ὑφάλων πετρῶν, αἵτινες ὑπὸ ὕδατος καλυπτόμενοι τοῖς ἀπροόπτως προσπελάζουσι κίνδυνον ἐπιφέρουσιν, Μ. Ἐτυμ. σ. 495. 42, (σπιλὰς) Κύριλλ.