παραχωρητικός: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ὑποχωρήσῃ, τινός, ἔν τινι πράγματι, Πλούτ. 2. 485Β· τὸ παραχωρητικόν, τὸ παραχωρεῖν, ὑποχωρεῖν, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 10. | |lstext='''παραχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ὑποχωρήσῃ, τινός, ἔν τινι πράγματι, Πλούτ. 2. 485Β· τὸ παραχωρητικόν, τὸ παραχωρεῖν, ὑποχωρεῖν, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui cède volontiers, accommodant ; τὸ παραχωρητικόν complaisance.<br />'''Étymologie:''' [[παραχωρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to yield in respect of, δόξης καὶ δυνάμεως Plu.2.485c ; τὸ -κόν complaisance, M.Ant. 1.16. II in Law. received or executed in consideration for a surrender, ἀργύριον BGU906.10 (i A.D.) ; διεγγύημα PLond.2.300.14 (ii A.D.) ; ὁμολογία Sammelb.6000.15 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 509] ή, όν, nachgebend, nachgiebig; M. Ant. 1, 16; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παραχωρητικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ὑποχωρήσῃ, τινός, ἔν τινι πράγματι, Πλούτ. 2. 485Β· τὸ παραχωρητικόν, τὸ παραχωρεῖν, ὑποχωρεῖν, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui cède volontiers, accommodant ; τὸ παραχωρητικόν complaisance.
Étymologie: παραχωρέω.