προακούω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προᾰκούω''': μέλλ. -ακούσομαι, [[ἀκούω]] πρότερον, τι Ἡρόδ. 2. 5., 5. 86, κτλ.· τινὸς Πολύβ. 10. 5, 5· [[περί]] τινος Δημ. 604. 7· [[ὡσαύτως]], προακήκοε ὅτι... Ἡρόδ. 8. 79· προακηκοότες ὡς εἶχε, πῶς εἶχον τὰ πράγματα, ὁ αὐτ. 6. 16· ― ἐπὶ ἵππου, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21.
|lstext='''προᾰκούω''': μέλλ. -ακούσομαι, [[ἀκούω]] πρότερον, τι Ἡρόδ. 2. 5., 5. 86, κτλ.· τινὸς Πολύβ. 10. 5, 5· [[περί]] τινος Δημ. 604. 7· [[ὡσαύτως]], προακήκοε ὅτι... Ἡρόδ. 8. 79· προακηκοότες ὡς εἶχε, πῶς εἶχον τὰ πράγματα, ὁ αὐτ. 6. 16· ― ἐπὶ ἵππου, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> προήκουσα, <i>pf.</i> προακήκοα, <i>etc.</i><br />entendre <i>ou</i> apprendre d’avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκούω]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰκούω Medium diacritics: προακούω Low diacritics: προακούω Capitals: ΠΡΟΑΚΟΥΩ
Transliteration A: proakoúō Transliteration B: proakouō Transliteration C: proakoyo Beta Code: proakou/w

English (LSJ)

   A hear beforehand, τι Hdt.2.5, 5.86, etc.; τῶν ἐνυπνίων Plb.10.5.5; περί τινος D.22.35; προακηκόεε ὅτι . . Hdt.8.79; προακηκοότες ὡς εἶχε how matters stood, Id.6.16; of a horse, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν X.Cyr.4.3.21.

German (Pape)

[Seite 706] (s. ἀκούω), vorher, voraus hören; προακήκοε ὅτι, Her. 8, 79; Dem. 24, 17 u. öfter; προακηκοότες καὶ ἐν τοῖς πρόσθεν, Plat. Legg. VII, 797 a; οἱ προακηκοότες τῶν ἐνυπνίων, Pol. 10, 5, 5; Sp., wie Plut. u. Luc.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰκούω: μέλλ. -ακούσομαι, ἀκούω πρότερον, τι Ἡρόδ. 2. 5., 5. 86, κτλ.· τινὸς Πολύβ. 10. 5, 5· περί τινος Δημ. 604. 7· ὡσαύτως, προακήκοε ὅτι... Ἡρόδ. 8. 79· προακηκοότες ὡς εἶχε, πῶς εἶχον τὰ πράγματα, ὁ αὐτ. 6. 16· ― ἐπὶ ἵππου, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21.

French (Bailly abrégé)

ao. προήκουσα, pf. προακήκοα, etc.
entendre ou apprendre d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀκούω.