συνενείκομαι: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνενείκομαι''': Ἐπικ. ἀντὶ συμφέρομαι, ὁρμῶ, ἐπιφέρομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῷ δὴ συνενείκεται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 440· Βοιωτικὸς [[τύπος]] κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 691. | |lstext='''συνενείκομαι''': Ἐπικ. ἀντὶ συμφέρομαι, ὁρμῶ, ἐπιφέρομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῷ δὴ συνενείκεται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 440· Βοιωτικὸς [[τύπος]] κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 691. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se heurter contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐνείκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. for συμφέρομαι,
A strike or dash against, τῷ δὴ συνενείκεται Hes.Sc.440.
German (Pape)
[Seite 1014] ep. med., = συμφέρομαι, mit dahin getragen od. dahin gerissen werden, womit zusammenprallen, von fallenden Körpern, τινί, Hes. Sc. 440.
Greek (Liddell-Scott)
συνενείκομαι: Ἐπικ. ἀντὶ συμφέρομαι, ὁρμῶ, ἐπιφέρομαι ὁμοῦ μετά τινος, τῷ δὴ συνενείκεται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 440· Βοιωτικὸς τύπος κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 691.