συνενείκομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνενείκομαι''': Ἐπικ. ἀντὶ συμφέρομαι, ὁρμῶ, ἐπιφέρομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῷ δὴ συνενείκεται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 440· Βοιωτικὸς [[τύπος]] κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 691.
|lstext='''συνενείκομαι''': Ἐπικ. ἀντὶ συμφέρομαι, ὁρμῶ, ἐπιφέρομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῷ δὴ συνενείκεται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 440· Βοιωτικὸς [[τύπος]] κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 691.
}}
{{bailly
|btext=se heurter contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐνείκω]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνενείκομαι Medium diacritics: συνενείκομαι Low diacritics: συνενείκομαι Capitals: ΣΥΝΕΝΕΙΚΟΜΑΙ
Transliteration A: syneneíkomai Transliteration B: syneneikomai Transliteration C: syneneikomai Beta Code: sunenei/komai

English (LSJ)

Ep. for συμφέρομαι,

   A strike or dash against, τῷ δὴ συνενείκεται Hes.Sc.440.

German (Pape)

[Seite 1014] ep. med., = συμφέρομαι, mit dahin getragen od. dahin gerissen werden, womit zusammenprallen, von fallenden Körpern, τινί, Hes. Sc. 440.

Greek (Liddell-Scott)

συνενείκομαι: Ἐπικ. ἀντὶ συμφέρομαι, ὁρμῶ, ἐπιφέρομαι ὁμοῦ μετά τινος, τῷ δὴ συνενείκεται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 440· Βοιωτικὸς τύπος κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 691.

French (Bailly abrégé)

se heurter contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐνείκω.