σέβασμα: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σέβασμα''': τό, τὸ [[πρᾶγμα]] πρὸ τοῦ ὁποίου αἰσθάνεταί τις σεβασμόν, ἀντικείμενο σεβασμοῦ καὶ λατρείας Διον. Ἁλ. 1. 30, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 23, Κλήμ. Ἀλ. 696, κτλ. ΙΙ. = [[σέβασις]], Διον. Ἁλ. 5. 1, Κλήμ. Ἀλ. 829.
|lstext='''σέβασμα''': τό, τὸ [[πρᾶγμα]] πρὸ τοῦ ὁποίου αἰσθάνεταί τις σεβασμόν, ἀντικείμενο σεβασμοῦ καὶ λατρείας Διον. Ἁλ. 1. 30, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 23, Κλήμ. Ἀλ. 696, κτλ. ΙΙ. = [[σέβασις]], Διον. Ἁλ. 5. 1, Κλήμ. Ἀλ. 829.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet d’adoration <i>ou</i> de vénération;<br /><b>2</b> culte.<br />'''Étymologie:''' [[σεβάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέβασμα Medium diacritics: σέβασμα Low diacritics: σέβασμα Capitals: ΣΕΒΑΣΜΑ
Transliteration A: sébasma Transliteration B: sebasma Transliteration C: sevasma Beta Code: se/basma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that for which awe is felt, an object of awe or worship, D.H.1.30, Act.Ap.17.23, etc.    II = σέβασις, D.H.5.1.

German (Pape)

[Seite 867] τό, das Verehrte, Bewunderte, der Gegenstand der Verehrung, N. T., Clem. Al. u. a. Sp. Auch = Vorigem, D. Hal. 1, 30. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σέβασμα: τό, τὸ πρᾶγμα πρὸ τοῦ ὁποίου αἰσθάνεταί τις σεβασμόν, ἀντικείμενο σεβασμοῦ καὶ λατρείας Διον. Ἁλ. 1. 30, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 23, Κλήμ. Ἀλ. 696, κτλ. ΙΙ. = σέβασις, Διον. Ἁλ. 5. 1, Κλήμ. Ἀλ. 829.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet d’adoration ou de vénération;
2 culte.
Étymologie: σεβάζω.