συντιτρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντιτρώσκω''': εἰς πολλὰ μέρη [[τιτρώσκω]], αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. [[τιτρώσκω]] [[ὁμοῦ]] ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) [[νεῦρα]] Ἱππ. π. Ἀγμ. 775.
|lstext='''συντιτρώσκω''': εἰς πολλὰ μέρη [[τιτρώσκω]], αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. [[τιτρώσκω]] [[ὁμοῦ]] ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) [[νεῦρα]] Ἱππ. π. Ἀγμ. 775.
}}
{{bailly
|btext=blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τιτρώσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντιτρώσκω Medium diacritics: συντιτρώσκω Low diacritics: συντιτρώσκω Capitals: ΣΥΝΤΙΤΡΩΣΚΩ
Transliteration A: syntitrṓskō Transliteration B: syntitrōskō Transliteration C: syntitrosko Beta Code: suntitrw/skw

English (LSJ)

   A wound, X.HG3.1.18, Plu.Alex.63; of ships, disable, Id.Alc.27.    II wound at the same time, τὰ συντιτρωσκόμενα (sc. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Hp.Fract.35.

Greek (Liddell-Scott)

συντιτρώσκω: εἰς πολλὰ μέρη τιτρώσκω, αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. τιτρώσκω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Ἱππ. π. Ἀγμ. 775.

French (Bailly abrégé)

blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.
Étymologie: σύν, τιτρώσκω.