διάκοσμος: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάκοσμος''': ὁ, = [[διακόσμησις]], ὁ τοῦ βίου δ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 25· δ. οὐρανοῦ καὶ γῆς [[αὐτόθι]] 37. Ὁ Δημόκριτος ἔγραψε πραγματείας, ἃς ἐκάλεσε [[μέγας]] καὶ μικρὸς Διάκοσμος, Διογ. Λ. 9. 13. 2) [[τάξις]] ἢ [[παράταξις]] μάχης, Θουκ. 4. 93. ΙΙ. ὁ τῶν νεῶν [[κατάλογος]] ἐν τῷ Β. τῆς Ἰλιάδος, Στράβων 542.
|lstext='''διάκοσμος''': ὁ, = [[διακόσμησις]], ὁ τοῦ βίου δ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 25· δ. οὐρανοῦ καὶ γῆς [[αὐτόθι]] 37. Ὁ Δημόκριτος ἔγραψε πραγματείας, ἃς ἐκάλεσε [[μέγας]] καὶ μικρὸς Διάκοσμος, Διογ. Λ. 9. 13. 2) [[τάξις]] ἢ [[παράταξις]] μάχης, Θουκ. 4. 93. ΙΙ. ὁ τῶν νεῶν [[κατάλογος]] ἐν τῷ Β. τῆς Ἰλιάδος, Στράβων 542.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> disposition d’un corps de troupes, ordre de bataille;<br /><b>2</b> disposition, ordonnance, arrangement (de l’univers).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κόσμος]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκοσμος Medium diacritics: διάκοσμος Low diacritics: διάκοσμος Capitals: ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: diákosmos Transliteration B: diakosmos Transliteration C: diakosmos Beta Code: dia/kosmos

English (LSJ)

ὁ,

   A = διακόσμησις, Parm.8.60; ὁ τοῦ βίου δ. Arist.Mu.399b16; δ. οὐρανοῦ καὶ γῆς ib.400b32; ὁ λογικὸς δ. εἰκὼν ὅλου τοῦ δημιουργοῦ Hierocl.in CA1p.419M., cf. Orph.H.34.18; θεῶν, νοεροί δ., Procl.Inst.145, Dam.Pr.81; μέγας, μικρὸς Διάκοσμος, titles of works by Leucippus and Democritus, D.L. 9.13; ὁ Ἀναξαγόρειος δ. Satyr.Vit.Eur.Fr.37iii18.    2 battle-order, Th.4.93.    II the Catalogue of ships in Il.2, Str.12.3.5, Sch.Il. Oxy.221 vi 22.

Greek (Liddell-Scott)

διάκοσμος: ὁ, = διακόσμησις, ὁ τοῦ βίου δ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 25· δ. οὐρανοῦ καὶ γῆς αὐτόθι 37. Ὁ Δημόκριτος ἔγραψε πραγματείας, ἃς ἐκάλεσε μέγας καὶ μικρὸς Διάκοσμος, Διογ. Λ. 9. 13. 2) τάξιςπαράταξις μάχης, Θουκ. 4. 93. ΙΙ. ὁ τῶν νεῶν κατάλογος ἐν τῷ Β. τῆς Ἰλιάδος, Στράβων 542.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 disposition d’un corps de troupes, ordre de bataille;
2 disposition, ordonnance, arrangement (de l’univers).
Étymologie: διά, κόσμος.