αὐλῶπις: Difference between revisions
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐλῶπις''': -ιδος, ἡ, (ὢψ), ἐν Ἰλ. αείποτε, [[αὐλῶπις]] [[τρυφάλεια]] - κατὰ τὸν Ἡσύχ. «[[εἶδος]] περικεφαλαίας, παραμήκεις ἐχούσης τὰς τῶν ὀφθαλμῶν (ὀπὰς) καὶ εἰς ὀξὺ ληγούσης· οἱ δὲ ἐκτεταμένον ἔχουσα τὸν λόφον», ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ. ἐσήμαινεν αὐλὸν εἰς ὃν προσηρμόζετο ὁ [[λόφος]], αὐλωπίδί τε τρυφαλείῃ, «αὐλίσκον ἐχούσῃ, καθ’ οὗ πήγνυται ὁ [[λόφος]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 182, κτλ.· ὁ δὲ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 851) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ λόγχης «αὐλῶπιν· αὐλοὺς ἔχουσαν, Σοφοκλῆς δὲ τὴν λόγχην τὴν μακρὰν αὐλῶπιν εἶπεν» Ἡσύχ. | |lstext='''αὐλῶπις''': -ιδος, ἡ, (ὢψ), ἐν Ἰλ. αείποτε, [[αὐλῶπις]] [[τρυφάλεια]] - κατὰ τὸν Ἡσύχ. «[[εἶδος]] περικεφαλαίας, παραμήκεις ἐχούσης τὰς τῶν ὀφθαλμῶν (ὀπὰς) καὶ εἰς ὀξὺ ληγούσης· οἱ δὲ ἐκτεταμένον ἔχουσα τὸν λόφον», ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ. ἐσήμαινεν αὐλὸν εἰς ὃν προσηρμόζετο ὁ [[λόφος]], αὐλωπίδί τε τρυφαλείῃ, «αὐλίσκον ἐχούσῃ, καθ’ οὗ πήγνυται ὁ [[λόφος]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 182, κτλ.· ὁ δὲ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 851) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ λόγχης «αὐλῶπιν· αὐλοὺς ἔχουσαν, Σοφοκλῆς δὲ τὴν λόγχην τὴν μακρὰν αὐλῶπιν εἶπεν» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />percée de trous pour les yeux (<i>ép. d’une visière de casque), ou plutôt</i>, munie d’un tube (pour recevoir l’aigrette).<br />'''Étymologie:''' [[αὐλός]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (ὤψ) in Il. always epith. of τρυφάλεια, helmet
A with a tube-like opening between the cheek-pieces (acc. to Sch. with a tube (αὐλός) to hold the λόφος), Il.5.182, al.; λόγχη with a socket to hold the shaft, S.Fr.1027; περικεφαλαία conical, Ath.5.189c, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλῶπις: -ιδος, ἡ, (ὢψ), ἐν Ἰλ. αείποτε, αὐλῶπις τρυφάλεια - κατὰ τὸν Ἡσύχ. «εἶδος περικεφαλαίας, παραμήκεις ἐχούσης τὰς τῶν ὀφθαλμῶν (ὀπὰς) καὶ εἰς ὀξὺ ληγούσης· οἱ δὲ ἐκτεταμένον ἔχουσα τὸν λόφον», ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ. ἐσήμαινεν αὐλὸν εἰς ὃν προσηρμόζετο ὁ λόφος, αὐλωπίδί τε τρυφαλείῃ, «αὐλίσκον ἐχούσῃ, καθ’ οὗ πήγνυται ὁ λόφος» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 182, κτλ.· ὁ δὲ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 851) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ λόγχης «αὐλῶπιν· αὐλοὺς ἔχουσαν, Σοφοκλῆς δὲ τὴν λόγχην τὴν μακρὰν αὐλῶπιν εἶπεν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
percée de trous pour les yeux (ép. d’une visière de casque), ou plutôt, munie d’un tube (pour recevoir l’aigrette).
Étymologie: αὐλός, ὤψ.