σίσυρνα: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίσυρνα''': ἡ, = [[σισύρα]], [[ἔνδυμα]] ἐκ δορᾶς, διάφ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 4. 109., 7. 67· τῆς σ. τῆς λεοντείας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· [[ὡσαύτως]] [[σίσυρνος]], ὁ, σίσυρνον, τό, Ἡσύχ.· - ὑποκοριστ. σισύρνιον (καὶ σισυρίνιον), τό, παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 5. 15. | |lstext='''σίσυρνα''': ἡ, = [[σισύρα]], [[ἔνδυμα]] ἐκ δορᾶς, διάφ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 4. 109., 7. 67· τῆς σ. τῆς λεοντείας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· [[ὡσαύτως]] [[σίσυρνος]], ὁ, σίσυρνον, τό, Ἡσύχ.· - ὑποκοριστ. σισύρνιον (καὶ σισυρίνιον), τό, παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 5. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σισύρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,= σισύρα (q.v.),
A garment of skin, Alc.128 Diehl, Hdt.4.109, 7.67; τῆς σ. τῆς λεοντέας A.Fr.109; also σίσυρνος, ὁ (a kind of bandage, cf. σίσυρος), and σίσυρνον, τό, Hsch.:—Dim. σισύρνιον, τό, to be read in Sch. Theoc.5.15.
German (Pape)
[Seite 884] ἡ, = σισύρα; v. l. bei Her. 4, 109. 7, 67; Aesch. frg. 96; auch vom Schol. Ar. Ran. 1455 erwähnt; Schol. Av. 122 von σισύρα unterschieden; vgl. Poll. 7, 70.
Greek (Liddell-Scott)
σίσυρνα: ἡ, = σισύρα, ἔνδυμα ἐκ δορᾶς, διάφ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 4. 109., 7. 67· τῆς σ. τῆς λεοντείας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· ὡσαύτως σίσυρνος, ὁ, σίσυρνον, τό, Ἡσύχ.· - ὑποκοριστ. σισύρνιον (καὶ σισυρίνιον), τό, παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 5. 15.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. σισύρα.