συνωμότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνωμότης''': -ου, ὁ, ὁ δι’ ὅρκου συνδεδεμένος, ὁ ἔχων [[μέρος]] εἰς συνωμοσίαν, [[σύμμαχος]] (πρβλ. [[συνόμνυμι]] ΙΙ), Σοφ. Ο. Κ. 1302, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, 453, κ. ἀλλ., Σφ. 507, Ἀνδοκ. 29. 29, κτλ.· οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 7. 148· σ. τινὸς Πλουτ. Ἀντών. 2· σ. τῆς ἐπιβουλῆς, ἔχων [[μέρος]] ἐν τῇ συνωμοσίᾳ, Ἡρῳδιαν. 4. 14· ― μεταφορ., [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε, κύριοι ξυν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 126.
|lstext='''συνωμότης''': -ου, ὁ, ὁ δι’ ὅρκου συνδεδεμένος, ὁ ἔχων [[μέρος]] εἰς συνωμοσίαν, [[σύμμαχος]] (πρβλ. [[συνόμνυμι]] ΙΙ), Σοφ. Ο. Κ. 1302, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, 453, κ. ἀλλ., Σφ. 507, Ἀνδοκ. 29. 29, κτλ.· οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 7. 148· σ. τινὸς Πλουτ. Ἀντών. 2· σ. τῆς ἐπιβουλῆς, ἔχων [[μέρος]] ἐν τῇ συνωμοσίᾳ, Ἡρῳδιαν. 4. 14· ― μεταφορ., [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε, κύριοι ξυν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 126.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />conjuré ; [[συνωμότης]] τινός complice de qqn dans une conjuration.<br />'''Étymologie:''' [[συνόμνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωμότης Medium diacritics: συνωμότης Low diacritics: συνωμότης Capitals: ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ
Transliteration A: synōmótēs Transliteration B: synōmotēs Transliteration C: synomotis Beta Code: sunwmo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who is leagued by oath, fellow-conspirator, confederate, S.OC1302, Ar.Eq.452 (lyr.), V.507 (troch.), And.4.4, Lys.12.43, etc.; ἄνδρες . . ξ. Ar.Eq. 257 (troch.); οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Hdt.7.148; οἱ Κατιλίνα σ. his fellowconspirators, Plu.Ant.2; σ. τῆς ἐπιβουλῆς confederate in the plot, Hdn.4.14.2: metaph., ὕπνος πόνος τε, κύριοι ξ. A.Eu.126.

Greek (Liddell-Scott)

συνωμότης: -ου, ὁ, ὁ δι’ ὅρκου συνδεδεμένος, ὁ ἔχων μέρος εἰς συνωμοσίαν, σύμμαχος (πρβλ. συνόμνυμι ΙΙ), Σοφ. Ο. Κ. 1302, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, 453, κ. ἀλλ., Σφ. 507, Ἀνδοκ. 29. 29, κτλ.· οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 7. 148· σ. τινὸς Πλουτ. Ἀντών. 2· σ. τῆς ἐπιβουλῆς, ἔχων μέρος ἐν τῇ συνωμοσίᾳ, Ἡρῳδιαν. 4. 14· ― μεταφορ., ὕπνος πόνος τε, κύριοι ξυν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 126.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
conjuré ; συνωμότης τινός complice de qqn dans une conjuration.
Étymologie: συνόμνυμι.