τελετή: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελετή''': ῆς, ἡ, ([[τελέω]]) [[τελείωσις]] ἢ τελειοποίησις, [[μάλιστα]] διὰ τὴς μυήσεως εἰς τὰ μυστήρια, ἡ Δήμητρος τ., τὴν οἱ Ἕλληνες Θεσμοφόρια καλέουσι Ἡρόδ. 2. 171, πρβλ. Ἀνδοκ. 15. 5, Πλάτ., κλπ. μέλλοντι δὲ ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν, ὅτε δὲ ἔμελλε νὰ ἀρχίσῃ τὴν τελετὴν τῆς μυήσεως, Ἡρόδ. 4. 79 - ἐν τῷ πληθ., μυστηριώδεις τελεταὶ ἢ πράξεις τελούμεναι κατὰ τὴν μύησιν, Εὐρ. Βάκχ. 22, 73, Ἀριστοφ. Σφ. 121, Εἰρ. 413, 419· ἀποδίδονται δὲ εἰς τὸν Ὀρφέα, Βάτρ. 1032, Δημ. 772. 27· καθαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῦσα Πλάτ. Φαῖδρ. 244· λύσεις τε καὶ καθαρμοὺς ἀδικημάτων διὰ θυσιῶν..., ἃς δὴ τελετὰς καλοῦσιν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 365Α, πρβλ. Πρωτ. 346D, Ἰσοκρ. 46Β. ΙΙ. ἑορτὴ τελουμένη [[μετὰ]] τοιούτων τελετῶν, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., (τελετάς... καλοῦμεν τὰς ἔτι μείζους καὶ μετά τινος μυστικῆς παραδόσεως ἑορτὰς Ἀθήν. 40D), Πινδ. Ο. 3. 73, Π. 9. 172, Ν. 10. 63· ἐν τῷ ἑνικῷ, Εὐρ. Ι. Τ. 959, Ἀριστοφ. Σφ. 876, Βάτρ. 341, Ἀριστ. Ρητ. 2, 24, 2· - μεταφορ., [[πρωτόγονος]] [[τελετή]], ἡ [[γέννησις]] τέκνου, ὁ [[τοκετός]], Πινδ. Ο. 10 (11). 63· πολέμου τ. Βαβρ. 304. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἱερατείας ἢ ἱεροῦ ὑπουργήματος, Ψήφ. παρὰ Δημ. 1380. 27.
|lstext='''τελετή''': ῆς, ἡ, ([[τελέω]]) [[τελείωσις]] ἢ τελειοποίησις, [[μάλιστα]] διὰ τὴς μυήσεως εἰς τὰ μυστήρια, ἡ Δήμητρος τ., τὴν οἱ Ἕλληνες Θεσμοφόρια καλέουσι Ἡρόδ. 2. 171, πρβλ. Ἀνδοκ. 15. 5, Πλάτ., κλπ. μέλλοντι δὲ ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν, ὅτε δὲ ἔμελλε νὰ ἀρχίσῃ τὴν τελετὴν τῆς μυήσεως, Ἡρόδ. 4. 79 - ἐν τῷ πληθ., μυστηριώδεις τελεταὶ ἢ πράξεις τελούμεναι κατὰ τὴν μύησιν, Εὐρ. Βάκχ. 22, 73, Ἀριστοφ. Σφ. 121, Εἰρ. 413, 419· ἀποδίδονται δὲ εἰς τὸν Ὀρφέα, Βάτρ. 1032, Δημ. 772. 27· καθαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῦσα Πλάτ. Φαῖδρ. 244· λύσεις τε καὶ καθαρμοὺς ἀδικημάτων διὰ θυσιῶν..., ἃς δὴ τελετὰς καλοῦσιν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 365Α, πρβλ. Πρωτ. 346D, Ἰσοκρ. 46Β. ΙΙ. ἑορτὴ τελουμένη [[μετὰ]] τοιούτων τελετῶν, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., (τελετάς... καλοῦμεν τὰς ἔτι μείζους καὶ μετά τινος μυστικῆς παραδόσεως ἑορτὰς Ἀθήν. 40D), Πινδ. Ο. 3. 73, Π. 9. 172, Ν. 10. 63· ἐν τῷ ἑνικῷ, Εὐρ. Ι. Τ. 959, Ἀριστοφ. Σφ. 876, Βάτρ. 341, Ἀριστ. Ρητ. 2, 24, 2· - μεταφορ., [[πρωτόγονος]] [[τελετή]], ἡ [[γέννησις]] τέκνου, ὁ [[τοκετός]], Πινδ. Ο. 10 (11). 63· πολέμου τ. Βαβρ. 304. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἱερατείας ἢ ἱεροῦ ὑπουργήματος, Ψήφ. παρὰ Δημ. 1380. 27.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> cérémonie d’initiation, célébration de mystères ; [[αἱ]] τελεταί rites de l’initiation;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> cérémonie religieuse, fête quelconque;<br /><b>2</b> initiation <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[τελέω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελετή Medium diacritics: τελετή Low diacritics: τελετή Capitals: ΤΕΛΕΤΗ
Transliteration A: teletḗ Transliteration B: teletē Transliteration C: teleti Beta Code: teleth/

English (LSJ)

ἡ, (τελέω)

   A rite, esp. initiation in the mysteries, ἡ Δήμητρος τ., τὴν οἱ Ἕλληνες Θεσμοφόρια καλέουσι Hdt.2.171, cf. And.1.111, Pl.Euthd. 277d; ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν take in hand the matter of initiation, Hdt.4.79: pl., mystic rites practised at initiation, E.Ba.22, 73 (lyr.), Ar.V.121, Pax413, 419; Ὀρφεὺς . . τελετὰς ἡμῖν κατέδειξε Id.Ra.1032, cf. D.25.11; καθαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῦσα Pl.Phdr.244e; λύσεις τε καὶ καθαρμοὶ ἀδικημάτων διὰ θυσιῶν... ἃς δὴ τελετὰς καλοῦσιν Id.R.365a, cf. Prt.316d, Isoc.4.28.    2 pl., theological doctrines, Chrysipp.Stoic.2.17.    3 a making magically potent, PMag.Par. 1.1596, PMag.Lond.46.159, 121.872, etc.    II a festival accompanied by mystic rites, mostly in pl. (τελετὰς . . καλοῦμεν τὰς ἔτι μείζους καὶ μετά τινος μυστικῆς παραδόσεως ἑορτάς Ath.2.40d), Pi.O.3.41, P. 9.97, N.10.34: in sg., E.IT959, Ar.V.876, Ra.342, Arist.Rh.1401a15: metaph., πρωτόγονος τ., of a child's birth, Pi.O.10(11).51; πολέμου τ. Batr.303; κατ' αὐτὴν (sc. τὴν περὶ χρείας μορίων πραγματείαν) χρὴ τελεῖσθαι τὴν τ. Gal.UP17.1.    III a priesthood or sacred office, Decr. ap. D.59.104.

German (Pape)

[Seite 1086] ἡ, wie τέλος, 1) Vollendung, Ende. Bes. – 2) Weihe, bes. Einweihung in die Mysterien, und diese selbst; Her. 2, 171. 4, 79; ἄγεσθαι τὴν τελετήν, die Weihung empfangen, 4, 79; Plat. οἱ ἐν τῇ τελετῇ τῶν Κορυβάντων, Euthyd. 277 d; καθαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῦσα, Phaedr. 244 e; Rep. II, 365 a sagt er λύσεις τε καὶ καθαρμοὶ ἀδικημάτων, ἃς δὴ τελετὰς καλοῦσιν; vgl. Isocr. 4, 28, wo gesagt ist, Demeter habe den Einwohnern von Attika die τελετή verliehen, ἧς οἱ μετασχόντες περί τε τῆς τοῦ βίου τελευτῆς καὶ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἡδίους τὰς ἐλπίδας ἔχουσιν. – Im plur. übh. religiöse Feiern u. Ceremonien, Feste; Pind. N. 10, 34; φυλάσσοντες μακάρων τελετάς, Ol. 3, 41; P. 9, 97; Pind. braucht auch den sing. so, Ol. 11, 51; Eur. Bacch. 22. 73 u. oft in diesem Stück; Ar. Vesp. 121 u. oft; ἅγιαι, Nubb. 304.

Greek (Liddell-Scott)

τελετή: ῆς, ἡ, (τελέω) τελείωσις ἢ τελειοποίησις, μάλιστα διὰ τὴς μυήσεως εἰς τὰ μυστήρια, ἡ Δήμητρος τ., τὴν οἱ Ἕλληνες Θεσμοφόρια καλέουσι Ἡρόδ. 2. 171, πρβλ. Ἀνδοκ. 15. 5, Πλάτ., κλπ. μέλλοντι δὲ ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν, ὅτε δὲ ἔμελλε νὰ ἀρχίσῃ τὴν τελετὴν τῆς μυήσεως, Ἡρόδ. 4. 79 - ἐν τῷ πληθ., μυστηριώδεις τελεταὶ ἢ πράξεις τελούμεναι κατὰ τὴν μύησιν, Εὐρ. Βάκχ. 22, 73, Ἀριστοφ. Σφ. 121, Εἰρ. 413, 419· ἀποδίδονται δὲ εἰς τὸν Ὀρφέα, Βάτρ. 1032, Δημ. 772. 27· καθαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῦσα Πλάτ. Φαῖδρ. 244· λύσεις τε καὶ καθαρμοὺς ἀδικημάτων διὰ θυσιῶν..., ἃς δὴ τελετὰς καλοῦσιν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 365Α, πρβλ. Πρωτ. 346D, Ἰσοκρ. 46Β. ΙΙ. ἑορτὴ τελουμένη μετὰ τοιούτων τελετῶν, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., (τελετάς... καλοῦμεν τὰς ἔτι μείζους καὶ μετά τινος μυστικῆς παραδόσεως ἑορτὰς Ἀθήν. 40D), Πινδ. Ο. 3. 73, Π. 9. 172, Ν. 10. 63· ἐν τῷ ἑνικῷ, Εὐρ. Ι. Τ. 959, Ἀριστοφ. Σφ. 876, Βάτρ. 341, Ἀριστ. Ρητ. 2, 24, 2· - μεταφορ., πρωτόγονος τελετή, ἡ γέννησις τέκνου, ὁ τοκετός, Πινδ. Ο. 10 (11). 63· πολέμου τ. Βαβρ. 304. ΙΙΙ. εἶδος ἱερατείας ἢ ἱεροῦ ὑπουργήματος, Ψήφ. παρὰ Δημ. 1380. 27.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. cérémonie d’initiation, célébration de mystères ; αἱ τελεταί rites de l’initiation;
II. p. ext.
1 cérémonie religieuse, fête quelconque;
2 initiation en gén.
Étymologie: τελέω.