ἀδαμάντινος: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδαμάντῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ἀδάμαντος, ὁ ἐκ χάλυβος, Πινδ. ΙΙ. 4. 398. Αἰσχύλ. Πρ. 6 καὶ 64, Σοφ. Ἀποσπ. 604, Αἰσχίν. 65. 33. 2) μεταφ., σκληρὸς ὡς [[ἀδάμας]], [[ἀδαμάντινος]], οὐδεὶς ἂν γένοιτο... [[οὕτως]] ἀδ. ὅς ἂν... Πλάτ... Πολ. 360Β, σιδηροῖς καὶ ἀδ. λόγοις, ὁ αὐτ. Γοργ. 509Α· οὐκ ἀδ. [[ἐντί]], ἐπὶ κόρης, Θεοκρ. 3. 39. - Ἐπίρρ. -νως, Πλάτ. Πολ. 618Ε.
|lstext='''ἀδαμάντῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ἀδάμαντος, ὁ ἐκ χάλυβος, Πινδ. ΙΙ. 4. 398. Αἰσχύλ. Πρ. 6 καὶ 64, Σοφ. Ἀποσπ. 604, Αἰσχίν. 65. 33. 2) μεταφ., σκληρὸς ὡς [[ἀδάμας]], [[ἀδαμάντινος]], οὐδεὶς ἂν γένοιτο... [[οὕτως]] ἀδ. ὅς ἂν... Πλάτ... Πολ. 360Β, σιδηροῖς καὶ ἀδ. λόγοις, ὁ αὐτ. Γοργ. 509Α· οὐκ ἀδ. [[ἐντί]], ἐπὶ κόρης, Θεοκρ. 3. 39. - Ἐπίρρ. -νως, Πλάτ. Πολ. 618Ε.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />d’acier, dur et résistant comme l’acier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδάμας]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδαμάντῐνος Medium diacritics: ἀδαμάντινος Low diacritics: αδαμάντινος Capitals: ΑΔΑΜΑΝΤΙΝΟΣ
Transliteration A: adamántinos Transliteration B: adamantinos Transliteration C: adamantinos Beta Code: a)dama/ntinos

English (LSJ)

η, ον,

   A adamantine, of steel, Pi.P.4.224, A.Pr.6,64, Aeschin.3.84; ἀ. κερκίδες, of the Μοῖραι, Lyr.Adesp.ap.Stob.1.5.11; αἱμασιή Eus.Mynd.Fr.63.    2 metaph., hard as adamant, οὐδεὶς ἂν γένοιτο . . οὕτως ἀ., ὃς ἂν . . Pl.R.360b; σιδηροῖς καὶ ἀ. λόγοις Id.Grg. 509a; δεσμοί Metrod.Herc.831.12; οὐκ ἀ. ἐστίν, of a girl, Theoc.3.39. Adv. -νως Pl.R.618e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδαμάντῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀδάμαντος, ὁ ἐκ χάλυβος, Πινδ. ΙΙ. 4. 398. Αἰσχύλ. Πρ. 6 καὶ 64, Σοφ. Ἀποσπ. 604, Αἰσχίν. 65. 33. 2) μεταφ., σκληρὸς ὡς ἀδάμας, ἀδαμάντινος, οὐδεὶς ἂν γένοιτο... οὕτως ἀδ. ὅς ἂν... Πλάτ... Πολ. 360Β, σιδηροῖς καὶ ἀδ. λόγοις, ὁ αὐτ. Γοργ. 509Α· οὐκ ἀδ. ἐντί, ἐπὶ κόρης, Θεοκρ. 3. 39. - Ἐπίρρ. -νως, Πλάτ. Πολ. 618Ε.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d’acier, dur et résistant comme l’acier.
Étymologie: ἀδάμας.