κόμαρος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόμαρος''': ἡ, ἡ «κουμαριά», arbutus, Ἀριστοφ. Ὄρν. 620, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] ὁ, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6. Οἱ καρποὶ αὐτῆς ἐκαλοῦντο μιμαίκυλα, «κούμαρα». Τὸ ἄγριον [[εἶδος]] αὐτῆς ἐκαλεῖτο [[ἀνδράχνη]], Γαλην. 6. 219, 13.
|lstext='''κόμαρος''': ἡ, ἡ «κουμαριά», arbutus, Ἀριστοφ. Ὄρν. 620, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] ὁ, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6. Οἱ καρποὶ αὐτῆς ἐκαλοῦντο μιμαίκυλα, «κούμαρα». Τὸ ἄγριον [[εἶδος]] αὐτῆς ἐκαλεῖτο [[ἀνδράχνη]], Γαλην. 6. 219, 13.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />arbousier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. assurée.
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμᾰρος Medium diacritics: κόμαρος Low diacritics: κόμαρος Capitals: ΚΟΜΑΡΟΣ
Transliteration A: kómaros Transliteration B: komaros Transliteration C: komaros Beta Code: ko/maros

English (LSJ)

ἡ, Ar.Av.620, Thphr.HP3.16.4, also ὁ, Amphis 38, Alciphr. 3.12:—

   A strawberry-tree, Arbutus Unedo, Ar. l.c., Thphr.HP1.5.2, Theoc.5.129,9.11, Gal.12.34, Longus 2.16.

German (Pape)

[Seite 1476] ὁ u. ἡ, der Erdbeerbaum, arbutus; Amphis bei Ath. II, 50 f; Theophr. u. Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κόμαρος: ἡ, ἡ «κουμαριά», arbutus, Ἀριστοφ. Ὄρν. 620, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.˙ ὡσαύτως ὁ, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6. Οἱ καρποὶ αὐτῆς ἐκαλοῦντο μιμαίκυλα, «κούμαρα». Τὸ ἄγριον εἶδος αὐτῆς ἐκαλεῖτο ἀνδράχνη, Γαλην. 6. 219, 13.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
arbousier, arbre.
Étymologie: DELG pas d’étym. assurée.