χορεῖος: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χορεῖος''': -α, -ον, (χορὸς) ὁ ἀνήκων εἰς χορόν, χορεῖόν τι καὶ ἐμμελὲς ὁμορροθοῦντες Αἰλ. περὶ Ζῴων 2. 11· ἐπώνυμον τοῦ Διονύσου, Πλούτ. 2. 680Β· χορεῖοι (ἐξυπακουομ. ἀγῶνες) Συλλ. Ἐπιγρ. 5328. ΙΙ. ἐν τῇ Μετρικῇ, ὁ [[χορεῖος]], ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται [[χόριος]], =[[τροχαῖος]] ἢ ([[ἐνίοτε]]) [[τρίβραχυς]], [[αὐτόθι]] 1141Β, Κικ. de Or. 3. 50. | |lstext='''χορεῖος''': -α, -ον, (χορὸς) ὁ ἀνήκων εἰς χορόν, χορεῖόν τι καὶ ἐμμελὲς ὁμορροθοῦντες Αἰλ. περὶ Ζῴων 2. 11· ἐπώνυμον τοῦ Διονύσου, Πλούτ. 2. 680Β· χορεῖοι (ἐξυπακουομ. ἀγῶνες) Συλλ. Ἐπιγρ. 5328. ΙΙ. ἐν τῇ Μετρικῇ, ὁ [[χορεῖος]], ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται [[χόριος]], =[[τροχαῖος]] ἢ ([[ἐνίοτε]]) [[τρίβραχυς]], [[αὐτόθι]] 1141Β, Κικ. de Or. 3. 50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui concerne les chœurs, les danses;<br /><b>2</b> qui préside aux chœurs, aux danses.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of or belonging to a chorus or dance, ἀοιδή A.R.2.714, cf. Ael.NA2.11; epith. of Dionysus, Plu.2.680b; of Antinous, IG22.1105 Ab10, Ac3; χορεῖοι (sc. ἀγῶνες) CIG5328 (Teuchira). II in metre, χορεῖος, ὁ, = τροχαῖος, Cic.de Or.3.50.193, Plu.2.1141b. 2 = τρίβραχυς, D.H.Comp.17,18, Aristid.Quint.1.22. III pl. χορεῖα, τά, thank-offerings for victory of a chorus, IG11(2).161B13 (Delos, iii B. C.), BCH35.260 (ibid.), Inscr.Délos 442A189 (ii B. C.). 2 fee for right of attendance at rites of ὑμνῳδοί, IGRom.4.353D21 (Pergam., ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1365] zum Chor, zum Tanz gehörig. – In der Metrik ὁ χορεῖος, sc. πούς, = τροχαῖος, auch = τρίβραχυς, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
χορεῖος: -α, -ον, (χορὸς) ὁ ἀνήκων εἰς χορόν, χορεῖόν τι καὶ ἐμμελὲς ὁμορροθοῦντες Αἰλ. περὶ Ζῴων 2. 11· ἐπώνυμον τοῦ Διονύσου, Πλούτ. 2. 680Β· χορεῖοι (ἐξυπακουομ. ἀγῶνες) Συλλ. Ἐπιγρ. 5328. ΙΙ. ἐν τῇ Μετρικῇ, ὁ χορεῖος, ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται χόριος, =τροχαῖος ἢ (ἐνίοτε) τρίβραχυς, αὐτόθι 1141Β, Κικ. de Or. 3. 50.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui concerne les chœurs, les danses;
2 qui préside aux chœurs, aux danses.
Étymologie: χορός.