ἔφαλος: Difference between revisions
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔφᾰλος''': -ον, (ἅλς) ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν κείμενος, [[παράλιος]], ἐπὶ λιμένων. Κήρινθόν τ’ ἔφαλον Ἰλ. Β. 538, πρβλ. 584, Σοφ. Αἴ. 192· ἡ ἔφ. (δηλ. γῆ), ἡ παραλία, Λουκ. Ἔρωτ. 7. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D. | |lstext='''ἔφᾰλος''': -ον, (ἅλς) ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν κείμενος, [[παράλιος]], ἐπὶ λιμένων. Κήρινθόν τ’ ἔφαλον Ἰλ. Β. 538, πρβλ. 584, Σοφ. Αἴ. 192· ἡ ἔφ. (δηλ. γῆ), ἡ παραλία, Λουκ. Ἔρωτ. 7. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />situé près de la mer, maritime.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἅλς]]¹. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἅλς B)
A on the sea, of seaports, Κήρινθόν τ' ἔφαλον Il.2.538, cf. 584, S.Aj.190 (lyr.); οἰκία Philostr.Im.1.12; ἡ ἔ. (sc. γῆ) the coast, Luc.Am.7.
German (Pape)
[Seite 1112] am Meere, am Meeresufer gelegen; von Städten, Il. 2, 538. 584; κλισίαι Soph. Ai. 190; ἡ ἔφαλος, sc. γῆ, die Küste, Luc. Amor. 7; – auf dem Meere, ναῦς, Meerschiff, Posidipp. bei Ath. XIII, 596 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφᾰλος: -ον, (ἅλς) ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν κείμενος, παράλιος, ἐπὶ λιμένων. Κήρινθόν τ’ ἔφαλον Ἰλ. Β. 538, πρβλ. 584, Σοφ. Αἴ. 192· ἡ ἔφ. (δηλ. γῆ), ἡ παραλία, Λουκ. Ἔρωτ. 7. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé près de la mer, maritime.
Étymologie: ἐπί, ἅλς¹.