ἁγνίζω: Difference between revisions
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁγνίζω''': Μ. Ἀττ. -ῐῶ: ([[ἁγνός]]). Κάμνω τινὰ ἤ τι καθαρόν, ἐξαγνίζω, [[ἀποκαθαίρω]], [[ἰδίᾳ]] δι’ ὕδατος (τὸ πῦρ καθαίρει.., τὸ [[ὕδωρ]] ἁγνίζει, Πλούτ. 2. 263Ε), λύμαθ ̓ ἁγνίσας ἐμά, Σοφ. Αἴ. 655· τί τινος, χέρας σὰς ἁγνίσας μιάσματος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1324· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῆ Κ. Δ.: -παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀλλὰ πρβλ. [[ἀφαγνίζω]]. | |lstext='''ἁγνίζω''': Μ. Ἀττ. -ῐῶ: ([[ἁγνός]]). Κάμνω τινὰ ἤ τι καθαρόν, ἐξαγνίζω, [[ἀποκαθαίρω]], [[ἰδίᾳ]] δι’ ὕδατος (τὸ πῦρ καθαίρει.., τὸ [[ὕδωρ]] ἁγνίζει, Πλούτ. 2. 263Ε), λύμαθ ̓ ἁγνίσας ἐμά, Σοφ. Αἴ. 655· τί τινος, χέρας σὰς ἁγνίσας μιάσματος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1324· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῆ Κ. Δ.: -παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀλλὰ πρβλ. [[ἀφαγνίζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἥγνισα<i>, ao. Pass.</i> ἡγνίσθην;<br /><b>1</b> purifier par l’eau, nettoyer, laver;<br /><b>2</b> purifier par le feu;<br /><b>3</b> purifier <i>en gén. ; particul.</i> offrir un sacrifice pour (un mort) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἁγνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. ῐῶ (ἀφ-) LXX Nu.8.6: pf.
A ἥγνικα 1 Ep.Pet.1.22: (ἁγνός): —wash off, cleanse away, esp. by water (τὸ πῦρ καθαίρει . . τὸ ὕδωρ ἁγνίζει Plu.2.263e), λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά S.Aj.655; τινὰ πηγαῖς E. IT1039. 2 cleanse, purify, χέρας σὰς ἁγνίσας μιάσματος E.HF 1324, cf. Diph.126.1, LXXEx.19.10:—Med., purify oneself, ib. Jo.3.5, Plu.2.1105b:—Pass., ἁγνίσθητι Act.Ap.21.24; ἀπὸ οἴνου LXX Nu.6.3 (Pass.). 3 esp. ἁ. τὸν θανόντα purify the dead by fire, S.Ant. 545:—Pass., σώμαθ' ἡγνίσθη πυρί E.Supp.1211. 4 sacrifice, E.Fr.314, IT705 (Pass.). 5 hallow, consecrate, Aristonous 1.17 (Pass.). 6 burn up, consume, S.Fr.116; ἐπαστράψας αἰθὴρ ἥγνισε . . ἱστορίαν AP7.49 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 17] reinigen, bes. durch Wasser (Plut. Qu. Rom. 1 τὸ πῦρ καθαίρει – τὸ ὕδωρ ἁγνίζει), abspülen; λύματα Soph. Ai. 640; durch ein Sühnopfer, Plut. καθαρμοῖς τὰς πόλεις ἥγνισε Rom. 24; öfter mit ῥαίνω, Num. 13; κατακλύζω Mar. 21; mit Schwefel, Diphil.-bei Clem. Al. Strom. 7 p. 303; durch Feuer, verbrennen, σῶμα ἡγνίσθη πυρί Eur. Suppl. 1217; bes. als Opfer z. B. ἔντομα Ap. Rh. 2, 926.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνίζω: Μ. Ἀττ. -ῐῶ: (ἁγνός). Κάμνω τινὰ ἤ τι καθαρόν, ἐξαγνίζω, ἀποκαθαίρω, ἰδίᾳ δι’ ὕδατος (τὸ πῦρ καθαίρει.., τὸ ὕδωρ ἁγνίζει, Πλούτ. 2. 263Ε), λύμαθ ̓ ἁγνίσας ἐμά, Σοφ. Αἴ. 655· τί τινος, χέρας σὰς ἁγνίσας μιάσματος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1324· συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῆ Κ. Δ.: -παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀλλὰ πρβλ. ἀφαγνίζω.
French (Bailly abrégé)
ao. ἥγνισα, ao. Pass. ἡγνίσθην;
1 purifier par l’eau, nettoyer, laver;
2 purifier par le feu;
3 purifier en gén. ; particul. offrir un sacrifice pour (un mort) acc..
Étymologie: ἁγνός.