πρόχνυ: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόχνῠ''': Ἐπίρρ., (πρὸ γόνυ) ὡς τὸ [[γνύξ]], μὲ τὰ γόνατα πρὸς τὰ ἐμπρός, ὅ ἐστι «γονατιστά», [[πρόχνυ]] καθεζομένη, πίπτουσα εἰς τὰ γόνατα, Ἰλ. Ι. 570· μεταφορ., ὥς κεν… ἀπόλωνται [[πρόχνυ]] κακῶς, [[ὅπως]] ἀπολεσθῶσιν [[παντάπασι]] κακῶς, «παντελῶς, πρόρριζοι» (Σχόλ.), Φ. 460· οὕτω, [[πρόχνυ]] ὀλέσθαι Ὀδ. Κ. 69· ἀκριβῶς ὡς ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ἐς γόνυ βαλεῖν τινα, 6. 27· πρβλ. γόνυ Ι. 5. ― Ἐξ ἀγνοίας τῆς μεταφορᾶς τὸ [[πρόχνυ]] παρὰ μεταγεν. ἦν ἐν χρήσει ὡς = [[πάνυ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1118., Β. 249. | |lstext='''πρόχνῠ''': Ἐπίρρ., (πρὸ γόνυ) ὡς τὸ [[γνύξ]], μὲ τὰ γόνατα πρὸς τὰ ἐμπρός, ὅ ἐστι «γονατιστά», [[πρόχνυ]] καθεζομένη, πίπτουσα εἰς τὰ γόνατα, Ἰλ. Ι. 570· μεταφορ., ὥς κεν… ἀπόλωνται [[πρόχνυ]] κακῶς, [[ὅπως]] ἀπολεσθῶσιν [[παντάπασι]] κακῶς, «παντελῶς, πρόρριζοι» (Σχόλ.), Φ. 460· οὕτω, [[πρόχνυ]] ὀλέσθαι Ὀδ. Κ. 69· ἀκριβῶς ὡς ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ἐς γόνυ βαλεῖν τινα, 6. 27· πρβλ. γόνυ Ι. 5. ― Ἐξ ἀγνοίας τῆς μεταφορᾶς τὸ [[πρόχνυ]] παρὰ μεταγεν. ἦν ἐν χρήσει ὡς = [[πάνυ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1118., Β. 249. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> à genou, sur les genoux;<br /><b>2</b> de fond en comble, entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γόνυ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A utterly, ὥς κε . . ἀπόλωνται π. κακῶς Il.21.460; so ὀλέσθαι π. Od.14.69. II with the knees forward, π. καθεζομένη, i.e. kneeling or crouching, Il.9.570 (where Πρόγνυ shd. perh. be restd., cf. γνύπετος, Skt. Adj. prajñú- (dub. sens.)). III dub. sens. in Antim.Col.2P.: later, simply = πάνυ, A.R.1.1118, 2.249.
German (Pape)
[Seite 799] (πρὸγόνυ), adv., wie γνύξ, knielings, auf den Knieen, in die Kniee; πρόχνυ καθεζομένη, Il. 9, 570, auf den Knieen sitzend, d. i. in die Kniee sinkend, niederknieend; u. weil das in die Kniee Sinken ein Zeichen der Erschöpfung ist, übtr., ὥς κε Τρῶες ὑπερφίαλοι ἀπόλωνται πρόχνυ κακῶς σὺν παισὶ καὶ ἀλόχοισιν, 21, 460, wie Od. 14, 69, ὡς ὤφελλ' Ἑλένης ἀπὸ φῦλον ὀλέσθαι πρόχνυ, darnieder sinkend od. in den Staub stürzend umkommen; vgl. ἐπεὶ πολλῶν ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν, was Od. 14, 69 darauf folgt. Bei sp. D. übh. = sehr, πρόχνυ γεράνδρυον, Ap. Rh. 1, 1118; = wirklich, 2, 249.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχνῠ: Ἐπίρρ., (πρὸ γόνυ) ὡς τὸ γνύξ, μὲ τὰ γόνατα πρὸς τὰ ἐμπρός, ὅ ἐστι «γονατιστά», πρόχνυ καθεζομένη, πίπτουσα εἰς τὰ γόνατα, Ἰλ. Ι. 570· μεταφορ., ὥς κεν… ἀπόλωνται πρόχνυ κακῶς, ὅπως ἀπολεσθῶσιν παντάπασι κακῶς, «παντελῶς, πρόρριζοι» (Σχόλ.), Φ. 460· οὕτω, πρόχνυ ὀλέσθαι Ὀδ. Κ. 69· ἀκριβῶς ὡς ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ἐς γόνυ βαλεῖν τινα, 6. 27· πρβλ. γόνυ Ι. 5. ― Ἐξ ἀγνοίας τῆς μεταφορᾶς τὸ πρόχνυ παρὰ μεταγεν. ἦν ἐν χρήσει ὡς = πάνυ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1118., Β. 249.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 à genou, sur les genoux;
2 de fond en comble, entièrement.
Étymologie: πρό, γόνυ.