ἀγωνιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγωνιστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]], [[κατάλληλος]] πρὸς ἀγῶνα· [[ἰδίᾳ]] κατὰ τοὺς δημοσίους ἀγῶνας, [[δύναμις]] ἀγ., Ἀριστ. Ῥητ. 1. 5, 6· ἀγ. σώματος ἀρετή, αὐτ. 14· ἡ ἀγωνιστική, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀγωνίζεσθαι, μάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 225Α. κἑξ.· οὕτω, τὸ ἀγωνιστικόν, αὐτ. 219C. D. 2) [[κατάλληλος]], [[ἐπιτήδειος]] πρὸς ἀγῶνα λόγων, ἀγ. [[λέξις]], [[ὕφος]] συζητήσεως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 1· ἀγ. λόγοι, συζητήσεις κατὰ πολὺ ὅμοιαι πρὸς τοὺς ἐριστικοὺς λόγους, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 2 ἐν τέλ. καὶ ἀλλ.· ἀγ. διατριβαί, ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 11, 2. 3) ἱκανὸς πρὸς νίκην, [[ἐπιτήδειος]], [[γενναῖος]], [[τολμηρός]], ἀγ. προρρήματα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 825· ἀγ. τι ἔχουσα, ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ ἔνδοξόν τι, αὐτόθ. 832. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἐριστικός]], ἔχων δίψαν ἐπαίνων, Πλάτ. Μένων 75C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐριστικῶς, φιλονείκως Ἀριστ. Τοπ. 8. 14. τέλ.· ἀγ. ἔχειν, φιλονείκως, πρὸς μάχην διακεῖσθαι, Πλουτ. Σύλλ. 16. 2) μὲ τεχνικώτατον, ἀπηκριβωμένον [[ὕφος]], Ἀριστ. Προβλ. 19, 15: - εὐθαρσῶς, ἀποφασιστικῶς, ἐν μεταγενεστ. ἰατρικοῖς Συγγρ.
|lstext='''ἀγωνιστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]], [[κατάλληλος]] πρὸς ἀγῶνα· [[ἰδίᾳ]] κατὰ τοὺς δημοσίους ἀγῶνας, [[δύναμις]] ἀγ., Ἀριστ. Ῥητ. 1. 5, 6· ἀγ. σώματος ἀρετή, αὐτ. 14· ἡ ἀγωνιστική, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀγωνίζεσθαι, μάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 225Α. κἑξ.· οὕτω, τὸ ἀγωνιστικόν, αὐτ. 219C. D. 2) [[κατάλληλος]], [[ἐπιτήδειος]] πρὸς ἀγῶνα λόγων, ἀγ. [[λέξις]], [[ὕφος]] συζητήσεως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 1· ἀγ. λόγοι, συζητήσεις κατὰ πολὺ ὅμοιαι πρὸς τοὺς ἐριστικοὺς λόγους, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 2 ἐν τέλ. καὶ ἀλλ.· ἀγ. διατριβαί, ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 11, 2. 3) ἱκανὸς πρὸς νίκην, [[ἐπιτήδειος]], [[γενναῖος]], [[τολμηρός]], ἀγ. προρρήματα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 825· ἀγ. τι ἔχουσα, ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ ἔνδοξόν τι, αὐτόθ. 832. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἐριστικός]], ἔχων δίψαν ἐπαίνων, Πλάτ. Μένων 75C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐριστικῶς, φιλονείκως Ἀριστ. Τοπ. 8. 14. τέλ.· ἀγ. ἔχειν, φιλονείκως, πρὸς μάχην διακεῖσθαι, Πλουτ. Σύλλ. 16. 2) μὲ τεχνικώτατον, ἀπηκριβωμένον [[ὕφος]], Ἀριστ. Προβλ. 19, 15: - εὐθαρσῶς, ἀποφασιστικῶς, ἐν μεταγενεστ. ἰατρικοῖς Συγγρ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la lutte, qui convient à la lutte ; <i>fig.</i> qui convient aux luttes de la parole, propre à la discussion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωνίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγωνιστικός Medium diacritics: ἀγωνιστικός Low diacritics: αγωνιστικός Capitals: ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: agōnistikós Transliteration B: agōnistikos Transliteration C: agonistikos Beta Code: a)gwnistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for contest, esp. in the games, δύναμις ἀ. Arist.Rh.1360b22; ἀ. σώματος ἀρετή ib.1361b21; ἡ -κή the art of combat or contest, Pi.Sph.225a sq.; τὸ ἀ. ib.219c, 219e.    2 fit for contest in speaking, ἀ. λέξις debating style, Arist.Rh.1413b9; contentions, λόγοι Id.SE165b11, al.; ἀ. διατριβαί Id.Top.157a23: Comp. -ώτεραι, προτάσεις Alex.Aphr. in Top.522.27.    3 masterly, striking, ἀ. προρρήματα Hp.Art.58; ἀ. τι ἔχους α having in it something glorious, ib.70; πράξεις Men.Rh. p.384S.    b Rhet., striking, impressive, Longin.23.1; -κόν, τό, Id.22.3: Sup. -ώτατος ἑαυτοῦ, of Plato, Them.Or.34p.448D.    4 Medic., 'heroic', i.e. copious, πόσεις Philagr. ap. Orib.5.19. Adv. -κῶς Herod.ib.5.30.31, Gal.15.499; and so of 'heroic' measures generally, -κῶς θεραπεύειν 18(1).61.    II of persons, contentious, eager for applause, Pl.Men.75c, Phld.Oec.p.65J.    III Adv. -κῶς contentiously, Arist.Top.164b15; ἀ. ἔχειν to be disposed to fight, Plu. Sull.16: Comp., ἐπιστολὰς -ώτερον τοῦ δέοντος ἐπέστελλε Philostr. VS2.33.3.    2 dramatically, ᾄδειν Arist.Pr.918b21; opp.καταστατικῶς, Aps.p.266 H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγωνιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος, κατάλληλος πρὸς ἀγῶνα· ἰδίᾳ κατὰ τοὺς δημοσίους ἀγῶνας, δύναμις ἀγ., Ἀριστ. Ῥητ. 1. 5, 6· ἀγ. σώματος ἀρετή, αὐτ. 14· ἡ ἀγωνιστική, ἡ τέχνη τοῦ ἀγωνίζεσθαι, μάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 225Α. κἑξ.· οὕτω, τὸ ἀγωνιστικόν, αὐτ. 219C. D. 2) κατάλληλος, ἐπιτήδειος πρὸς ἀγῶνα λόγων, ἀγ. λέξις, ὕφος συζητήσεως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 1· ἀγ. λόγοι, συζητήσεις κατὰ πολὺ ὅμοιαι πρὸς τοὺς ἐριστικοὺς λόγους, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 2 ἐν τέλ. καὶ ἀλλ.· ἀγ. διατριβαί, ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 11, 2. 3) ἱκανὸς πρὸς νίκην, ἐπιτήδειος, γενναῖος, τολμηρός, ἀγ. προρρήματα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 825· ἀγ. τι ἔχουσα, ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ ἔνδοξόν τι, αὐτόθ. 832. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐριστικός, ἔχων δίψαν ἐπαίνων, Πλάτ. Μένων 75C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐριστικῶς, φιλονείκως Ἀριστ. Τοπ. 8. 14. τέλ.· ἀγ. ἔχειν, φιλονείκως, πρὸς μάχην διακεῖσθαι, Πλουτ. Σύλλ. 16. 2) μὲ τεχνικώτατον, ἀπηκριβωμένον ὕφος, Ἀριστ. Προβλ. 19, 15: - εὐθαρσῶς, ἀποφασιστικῶς, ἐν μεταγενεστ. ἰατρικοῖς Συγγρ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la lutte, qui convient à la lutte ; fig. qui convient aux luttes de la parole, propre à la discussion.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.