ἀδόξαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδόξαστος''': -ον, [[ἀπροσδόκητος]], Σοφ. Ἀποσπ. 215b. 2) ὁ μὴ ἐξαρτώμενος ἐκ τῆς δόξης, [[ἤτοι]] τῆς ἀτομικῆς γνώμης τινός, ἀλλ’ ὁ ἔχων ὡς βάσιν διαρκῆ τὴν ἐπιστήμην, = [[βέβαιος]], Πλάτ. Φαίδων 84Α. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ νομίζων, ἀλλ’ ὁ γινώσκων [[μετὰ]] βεβαιότητος, Διογ. Λ. 7. 162: ― ἢ = ὁ μὴ σχηματίζων γνώμην [[ἐσπευσμένως]], Πλούτ. 2. 1508Β: πρβλ. [[δόξα]]. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀντίθ. πρὸς τὸ δογματικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 15. κτλ.
|lstext='''ἀδόξαστος''': -ον, [[ἀπροσδόκητος]], Σοφ. Ἀποσπ. 215b. 2) ὁ μὴ ἐξαρτώμενος ἐκ τῆς δόξης, [[ἤτοι]] τῆς ἀτομικῆς γνώμης τινός, ἀλλ’ ὁ ἔχων ὡς βάσιν διαρκῆ τὴν ἐπιστήμην, = [[βέβαιος]], Πλάτ. Φαίδων 84Α. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ νομίζων, ἀλλ’ ὁ γινώσκων [[μετὰ]] βεβαιότητος, Διογ. Λ. 7. 162: ― ἢ = ὁ μὴ σχηματίζων γνώμην [[ἐσπευσμένως]], Πλούτ. 2. 1508Β: πρβλ. [[δόξα]]. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀντίθ. πρὸς τὸ δογματικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 15. κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> où il n’y a pas à se faire une opinion, <i>càd</i> certain;<br /><b>2</b> qui ne se fait pas d’illusion.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δοξάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδόξαστος Medium diacritics: ἀδόξαστος Low diacritics: αδόξαστος Capitals: ΑΔΟΞΑΣΤΟΣ
Transliteration A: adóxastos Transliteration B: adoxastos Transliteration C: adoksastos Beta Code: a)do/castos

English (LSJ)

ον,

   A unexpected, S.Fr.223.    2 not matter of opinion, i.e. certain, Pl.Phd.84a.    II Stoic, free from δόξα, not opining, Aristo Stoic.1.78, Pers.ib.102; refusing to form opinions, Timo ap. Aristocl. ap. Eus.PE14.18. Adv. -τως, opp. δογματικῶς, S.E.P.1.15, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδόξαστος: -ον, ἀπροσδόκητος, Σοφ. Ἀποσπ. 215b. 2) ὁ μὴ ἐξαρτώμενος ἐκ τῆς δόξης, ἤτοι τῆς ἀτομικῆς γνώμης τινός, ἀλλ’ ὁ ἔχων ὡς βάσιν διαρκῆ τὴν ἐπιστήμην, = βέβαιος, Πλάτ. Φαίδων 84Α. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ νομίζων, ἀλλ’ ὁ γινώσκων μετὰ βεβαιότητος, Διογ. Λ. 7. 162: ― ἢ = ὁ μὴ σχηματίζων γνώμην ἐσπευσμένως, Πλούτ. 2. 1508Β: πρβλ. δόξα. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀντίθ. πρὸς τὸ δογματικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 15. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 où il n’y a pas à se faire une opinion, càd certain;
2 qui ne se fait pas d’illusion.
Étymologie: ἀ, δοξάζω.