ἀγριέλαιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγριέλαιος''': -ον, ἐπὶ τῆς ἀγρίας ἐλαίας, Ἀνθ. Π. 9. 237. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = [[ἀγριελαία]], Θεόκρ. 7. 18, Θεόφρ. Ἱ. Φ, 2. 3, 5, Ἐπιστ. π. Ῥωμ. ια΄, 17. - Περὶ μεταγενεστέρων τοιούτων τύπων, ὡς ἀγριο-[[βάλανος]], κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 382.
|lstext='''ἀγριέλαιος''': -ον, ἐπὶ τῆς ἀγρίας ἐλαίας, Ἀνθ. Π. 9. 237. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = [[ἀγριελαία]], Θεόκρ. 7. 18, Θεόφρ. Ἱ. Φ, 2. 3, 5, Ἐπιστ. π. Ῥωμ. ια΄, 17. - Περὶ μεταγενεστέρων τοιούτων τύπων, ὡς ἀγριο-[[βάλανος]], κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 382.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’olivier sauvage ; <i>subst.</i> ἡ [[ἀγριέλαιος]] olivier sauvage, oléastre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγριος]], [[ἐλαία]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[καλλιέλαιος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἔλαιος]], [[κότινος]], [[πυρκαϊά]], [[φυλία]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγριέλαιος Medium diacritics: ἀγριέλαιος Low diacritics: αγριέλαιος Capitals: ΑΓΡΙΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: agriélaios Transliteration B: agrielaios Transliteration C: agrielaios Beta Code: a)grie/laios

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A σκυτάλη AP9.237 (Erycius).    II as Subst., = ἀγριελαία, Theoc. 7.18, Thphr.HP2.2.5, Ep.Rom.11.17, etc.

German (Pape)

[Seite 23] ἡ, wilder Oelbaum, Theocr. 7, 18. 25, 21; Theophr. – Auch adj., σκυτάλη, vom wilden Oelbaum, Eryc. 4 (IX, 237).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριέλαιος: -ον, ἐπὶ τῆς ἀγρίας ἐλαίας, Ἀνθ. Π. 9. 237. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = ἀγριελαία, Θεόκρ. 7. 18, Θεόφρ. Ἱ. Φ, 2. 3, 5, Ἐπιστ. π. Ῥωμ. ια΄, 17. - Περὶ μεταγενεστέρων τοιούτων τύπων, ὡς ἀγριο-βάλανος, κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 382.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’olivier sauvage ; subst.ἀγριέλαιος olivier sauvage, oléastre.
Étymologie: ἄγριος, ἐλαία.
Ant. καλλιέλαιος.
Syn. ἔλαιος, κότινος, πυρκαϊά, φυλία.