ἀηδία: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀηδία''': ἡ, [[ἀηδία]], [[ναυτία]], [[σικχασία]], ἐπὶ φαρμάκων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 387. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ προσώπων, τὸ [[εἶναι]] δυσάρεστον, ἀπεχθῆ, Δημ. 564. 12. Αἰσχίν. 64. 3. Θεοφρ. Χαρακ. 20· τὴν σὴν ἀ., τὴν μισητήν σου παρουσίαν, Αἰσχίν. 77. 12. 2) τὸ μὴ εἶναί τινα εὐχαριστημένον, [[ἀηδία]], δυσαρέσκεια, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Νόμ. 802D. κτλ.: ― πληθ. ἀ. καὶ βαρύτητες, τῶν ἄλλων, Ἰσοκρ. 239Β.
|lstext='''ἀηδία''': ἡ, [[ἀηδία]], [[ναυτία]], [[σικχασία]], ἐπὶ φαρμάκων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 387. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ προσώπων, τὸ [[εἶναι]] δυσάρεστον, ἀπεχθῆ, Δημ. 564. 12. Αἰσχίν. 64. 3. Θεοφρ. Χαρακ. 20· τὴν σὴν ἀ., τὴν μισητήν σου παρουσίαν, Αἰσχίν. 77. 12. 2) τὸ μὴ εἶναί τινα εὐχαριστημένον, [[ἀηδία]], δυσαρέσκεια, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Νόμ. 802D. κτλ.: ― πληθ. ἀ. καὶ βαρύτητες, τῶν ἄλλων, Ἰσοκρ. 239Β.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> caractère désagréable, odieux;<br /><b>2</b> aversion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀηδής]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀηδία Medium diacritics: ἀηδία Low diacritics: αηδία Capitals: ΑΗΔΙΑ
Transliteration A: aēdía Transliteration B: aēdia Transliteration C: aidia Beta Code: a)hdi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A nauseousness, of drugs, Hp.Acut.23.    2 unpleasantness, opp. ἡδονή, Phld.Rh.1.163 S.: pl., Id.Oec.p.64J.    II mostly of persons, unpleasantness, odiousness, D.21.153, Aeschin.3.72, Thphr.Char.20.1; τὴν σὴν ἀ. your odious presence, Aeschin.3.164.    2 disgust, dislike, Pl.Phdr.240d, Lg.802d, etc.: pl., ἀ. καὶ βαρύτητες τῶν ἄλλων Isoc.12.31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀηδία: ἡ, ἀηδία, ναυτία, σικχασία, ἐπὶ φαρμάκων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 387. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ προσώπων, τὸ εἶναι δυσάρεστον, ἀπεχθῆ, Δημ. 564. 12. Αἰσχίν. 64. 3. Θεοφρ. Χαρακ. 20· τὴν σὴν ἀ., τὴν μισητήν σου παρουσίαν, Αἰσχίν. 77. 12. 2) τὸ μὴ εἶναί τινα εὐχαριστημένον, ἀηδία, δυσαρέσκεια, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Νόμ. 802D. κτλ.: ― πληθ. ἀ. καὶ βαρύτητες, τῶν ἄλλων, Ἰσοκρ. 239Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 caractère désagréable, odieux;
2 aversion.
Étymologie: ἀηδής.