ἀέθλιον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀέθλιον''': Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἆθλον]], = τὸ [[βραβεῖον]] τοῦ ἀγῶνος, Ἰλ. Ι. 124, Ὀδ. Θ. 108. ΙΙ. ὁ [[ἆθλος]], ὁ αγών, Ὀδ. Ω. 169, καὶ μεταγεν. Ἐπ.
|lstext='''ἀέθλιον''': Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἆθλον]], = τὸ [[βραβεῖον]] τοῦ ἀγῶνος, Ἰλ. Ι. 124, Ὀδ. Θ. 108. ΙΙ. ὁ [[ἆθλος]], ὁ αγών, Ὀδ. Ω. 169, καὶ μεταγεν. Ἐπ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> prix de la lutte;<br /><b>2</b> lutte.<br />'''Étymologie:''' [[ἄεθλον]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀέθλιον Medium diacritics: ἀέθλιον Low diacritics: αέθλιον Capitals: ΑΕΘΛΙΟΝ
Transliteration A: aéthlion Transliteration B: aethlion Transliteration C: aethlion Beta Code: a)e/qlion

English (LSJ)

Ep. and Ion. for ἆθλον,

   A prise, Il.9.124, Od.8.108, APl.5.374, AP9.637 (Damoch.).    II = ἆθλος, contest, Od.24.169, Call. Del.187.

German (Pape)

[Seite 38] τό, ep. u. Ion., eigentl. neutr. adject. von ἄεθλος ἄεθλον, auf homerische Art für das substant. gebraucht; Kampfpreis, Il. 23, 537 ἀλλ' ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέθλιον, 9, 124 ἵππους πηγοὺς ἀθλοφόρους, οἳ ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο, 127 ὅσσα μοι ἠνείκαντο ἀέθλια μώνυχες ἵπποι; der Wettkampf selbst, Od. 8, 108 ἀέθλια θαυμανέοντες, 21, 4 τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος, ἀέθλια καὶ φόνου ἀρχήν, vgl. 24, 169; Kampfgeräthe, Od. 21, 62 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, ἀέθλια τοῖο ἄνακτος, vgl. 117. – Auch sp. D., wie Ap. Rh. 1, 997.

Greek (Liddell-Scott)

ἀέθλιον: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἆθλον, = τὸ βραβεῖον τοῦ ἀγῶνος, Ἰλ. Ι. 124, Ὀδ. Θ. 108. ΙΙ. ὁ ἆθλος, ὁ αγών, Ὀδ. Ω. 169, καὶ μεταγεν. Ἐπ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 prix de la lutte;
2 lutte.
Étymologie: ἄεθλον.