λυροποιός: Difference between revisions
From LSJ
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῠροποιός''': ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων, λύρας, Ἀνδοκ. 10. 8, Πλάτ. Εὐθύδ. 289Β, D, Κρατ. 390Β, πρβλ. Bgk. Ἀνακρ. 27. ΙΙ. λυρικὸς [[ποιητής]], Ττέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 65, 14. | |lstext='''λῠροποιός''': ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων, λύρας, Ἀνδοκ. 10. 8, Πλάτ. Εὐθύδ. 289Β, D, Κρατ. 390Β, πρβλ. Bgk. Ἀνακρ. 27. ΙΙ. λυρικὸς [[ποιητής]], Ττέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 65, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fabricant de lyres, luthier.<br />'''Étymologie:''' [[λύρα]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A lyre-maker, And.1.146, Pl.Euthd. 289b, 289d, Cra.390b, Anacr.30 (codd. Heph., μυρο- Bgk. from Poll.7.177).
Greek (Liddell-Scott)
λῠροποιός: ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων, λύρας, Ἀνδοκ. 10. 8, Πλάτ. Εὐθύδ. 289Β, D, Κρατ. 390Β, πρβλ. Bgk. Ἀνακρ. 27. ΙΙ. λυρικὸς ποιητής, Ττέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 65, 14.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de lyres, luthier.
Étymologie: λύρα, ποιέω.