γαργαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαργαίρω''': μέλλ. ᾰρῶ, ([[γάργαρα]]) [[βρύω]], [[γέμω]], εἶμαι [[πλήρης]], ἀνδρῶν Κρατῖν. Ἀδήλ. 141, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 327 (ἀλλ’ ἴδε Bgk. ἐν Meineke Κωμ. 2. 1099)· ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ [[οἰκία]] Σώφρων 59 Ahr. ([[ἔνθα]] ὁ Ἀθήν. ἔχει ἐμάρμαιρεν), ἀλλὰ πρβλ. τὰ μνημονευθέντα χωρία παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 3.
|lstext='''γαργαίρω''': μέλλ. ᾰρῶ, ([[γάργαρα]]) [[βρύω]], [[γέμω]], εἶμαι [[πλήρης]], ἀνδρῶν Κρατῖν. Ἀδήλ. 141, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 327 (ἀλλ’ ἴδε Bgk. ἐν Meineke Κωμ. 2. 1099)· ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ [[οἰκία]] Σώφρων 59 Ahr. ([[ἔνθα]] ὁ Ἀθήν. ἔχει ἐμάρμαιρεν), ἀλλὰ πρβλ. τὰ μνημονευθέντα χωρία παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 3.
}}
{{bailly
|btext=regorger <i>litt.</i> fourmiller, grouiller de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[γάργαρα]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαργαίρω Medium diacritics: γαργαίρω Low diacritics: γαργαίρω Capitals: ΓΑΡΓΑΙΡΩ
Transliteration A: gargaírō Transliteration B: gargairō Transliteration C: gargairo Beta Code: gargai/rw

English (LSJ)

(γάργαρα)

   A swarm with, ἀνδρῶν ἀρίστων πᾶσα γ. πόλις Cratin.290, cf. Ar.Fr.359; ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ οἰκία Sophr.30 (ἐμάρμαιρεν codd. Ath.): c. dat., πόντος ἐγάργαιρε σώμασιν Tim.Pers. 107.

German (Pape)

[Seite 475] voll sein, wimmeln, τινός Cratin. Ar. u. Sophr. bei Schol. Ar. Ach. 3.

Greek (Liddell-Scott)

γαργαίρω: μέλλ. ᾰρῶ, (γάργαρα) βρύω, γέμω, εἶμαι πλήρης, ἀνδρῶν Κρατῖν. Ἀδήλ. 141, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 327 (ἀλλ’ ἴδε Bgk. ἐν Meineke Κωμ. 2. 1099)· ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ οἰκία Σώφρων 59 Ahr. (ἔνθα ὁ Ἀθήν. ἔχει ἐμάρμαιρεν), ἀλλὰ πρβλ. τὰ μνημονευθέντα χωρία παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 3.

French (Bailly abrégé)

regorger litt. fourmiller, grouiller de, gén..
Étymologie: γάργαρα.