μαρμαίρω: Difference between revisions
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαρμαίρω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· Ἰων. παρατ. μαρμαίρεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 150. (Ἐπιτεταμέν. δι’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐκ τῆς √ ΜΑΡ (πρβλ. [[μαιμάω]], [[μορμύρω]], [[πορφύρω]], [[παιφάσσω]]), ἐξ ἧς καὶ αἱ λέξεις: μάρμαρος, μαρμαρύσσω, μαρμαρυγή, ἀμαρύσσω, ἀμαρυγή, και πιθ. ἀμαυρός, μαυρός). Λάμπω, [[ἀστράπτω]], ἀκτινοβολῶ, [[ἀπαστράπτω]], ἐπὶ φωτὸς τρέμοντος ἢ παλλομένου, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· ἐπὶ τῆς λάμψεως μετάλλου, [[ἔντεα]] μαρμαίροντα Ἰλ. Μ. 195., Π. 664, κτλ. τεύχεα μ. Σ. 117· Τρῶες... χαλκῷ μαρμαίροντες Ν. 801· σὺν ἔντεσι μαρμαίροντες Π. 279· δώματα... χρύσεα μαρμαίροντα Ν. 22· ὄμματα μαρμαίροντα, οἱ ἀπαστράπτοντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἀφροδίτης, Γ. 397· - οὕτω παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς, αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Ἡσ. Θ. 699· μαρμαίρει δὲ [[δόμος]] χαλκῷ Ἀλκαῖ. 1· χρυσῷ δ’ ἐλέφαντί τε μαρμαίρουσιν [[οἴκοι]] Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 [27], 8· νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν Αἰσχύλ. Θήβ. 401· χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴων 888, πρβλ. 1427· ἀρτὴρ μαρμαίρων Διον. Π. 329· πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 282· - ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 13. 3, Ἀλκίφρων 3. 67. | |lstext='''μαρμαίρω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· Ἰων. παρατ. μαρμαίρεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 150. (Ἐπιτεταμέν. δι’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐκ τῆς √ ΜΑΡ (πρβλ. [[μαιμάω]], [[μορμύρω]], [[πορφύρω]], [[παιφάσσω]]), ἐξ ἧς καὶ αἱ λέξεις: μάρμαρος, μαρμαρύσσω, μαρμαρυγή, ἀμαρύσσω, ἀμαρυγή, και πιθ. ἀμαυρός, μαυρός). Λάμπω, [[ἀστράπτω]], ἀκτινοβολῶ, [[ἀπαστράπτω]], ἐπὶ φωτὸς τρέμοντος ἢ παλλομένου, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· ἐπὶ τῆς λάμψεως μετάλλου, [[ἔντεα]] μαρμαίροντα Ἰλ. Μ. 195., Π. 664, κτλ. τεύχεα μ. Σ. 117· Τρῶες... χαλκῷ μαρμαίροντες Ν. 801· σὺν ἔντεσι μαρμαίροντες Π. 279· δώματα... χρύσεα μαρμαίροντα Ν. 22· ὄμματα μαρμαίροντα, οἱ ἀπαστράπτοντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἀφροδίτης, Γ. 397· - οὕτω παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς, αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Ἡσ. Θ. 699· μαρμαίρει δὲ [[δόμος]] χαλκῷ Ἀλκαῖ. 1· χρυσῷ δ’ ἐλέφαντί τε μαρμαίρουσιν [[οἴκοι]] Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 [27], 8· νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν Αἰσχύλ. Θήβ. 401· χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴων 888, πρβλ. 1427· ἀρτὴρ μαρμαίρων Διον. Π. 329· πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 282· - ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 13. 3, Ἀλκίφρων 3. 67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=briller, rayonner, resplendir.<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, briller, avec redoubl. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
only pres. and impf.; impf.
A μαρμαίρεσκον Q.S.1.150: (redupl. from μαρ-, cf. μάρ-μαρος, ἀ-μαρ-ύσσω):—flash, sparkle, gleam, of any darting, quivering light, Hom. (only in Il.); ἔντεα μαρμαίροντα Il.12.195, cf. 16.664,al.; τεύχεα μ. 18.617; Τρῶες . . χαλκῷ μαρμαίροντες 13.801; σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας 16.279; δώματα . . χρύσεα μαρμαίροντα 13.22; ὄμματα μαρμαίροντα the sparkling eyes of Aphrodite, 3.397; αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Hes.Th.699; μαρμαίρει δὲ δόμος χάλκῳ Alc.15.1; χρυσῷ ἐλέφαντί τε μ. οἶκοι B.Fr.16.9; νύκτα . . ἄστροισι μαρμαίρουσαν A.Th.401; χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, of Apollo, E.Ion888 (lyr.); ἀστὴρ μαρμαίρων D.P.329; μαρμαίρουσι παρηΐδες AP5.281 (Agath.), cf. Alciphr.3.67: also in late Prose, Phld. Po.2.40, Plu.Caes.6, Luc.DMeretr.13.3, Alciphr.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμαίρω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· Ἰων. παρατ. μαρμαίρεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 150. (Ἐπιτεταμέν. δι’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐκ τῆς √ ΜΑΡ (πρβλ. μαιμάω, μορμύρω, πορφύρω, παιφάσσω), ἐξ ἧς καὶ αἱ λέξεις: μάρμαρος, μαρμαρύσσω, μαρμαρυγή, ἀμαρύσσω, ἀμαρυγή, και πιθ. ἀμαυρός, μαυρός). Λάμπω, ἀστράπτω, ἀκτινοβολῶ, ἀπαστράπτω, ἐπὶ φωτὸς τρέμοντος ἢ παλλομένου, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· ἐπὶ τῆς λάμψεως μετάλλου, ἔντεα μαρμαίροντα Ἰλ. Μ. 195., Π. 664, κτλ. τεύχεα μ. Σ. 117· Τρῶες... χαλκῷ μαρμαίροντες Ν. 801· σὺν ἔντεσι μαρμαίροντες Π. 279· δώματα... χρύσεα μαρμαίροντα Ν. 22· ὄμματα μαρμαίροντα, οἱ ἀπαστράπτοντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἀφροδίτης, Γ. 397· - οὕτω παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Ἡσ. Θ. 699· μαρμαίρει δὲ δόμος χαλκῷ Ἀλκαῖ. 1· χρυσῷ δ’ ἐλέφαντί τε μαρμαίρουσιν οἴκοι Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 [27], 8· νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν Αἰσχύλ. Θήβ. 401· χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴων 888, πρβλ. 1427· ἀρτὴρ μαρμαίρων Διον. Π. 329· πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 282· - ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 13. 3, Ἀλκίφρων 3. 67.
French (Bailly abrégé)
briller, rayonner, resplendir.
Étymologie: R. Μαρ, briller, avec redoubl.