γραπτός: Difference between revisions
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γραπτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐζωγραφημένος, Εὐρ. Ἀποσπ. 764, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 451D· ἴδε B öckh Συλλ. Ἐπίγρ. 1. σ. 662. 2) σημειωμένος ὡς διὰ γραμμάτων, ἁ γραπτὰ ὑάκινθος Θεόκρ. 10. 28· γρ. [[λίθος]] Ἐπιγράμμ. Ἐλλην. 1089. 8. ΙΙ. γεγραμμένος, νόμοι γρ. Γοργ. Ἀπολ. Παλαμ. σ. 190. 103, ἴδε ἐπόμ.·― γραπτά, τά, = γράμματα, Β΄ Μακκ. ια΄, 15, Μανέθ. 3. 214. | |lstext='''γραπτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐζωγραφημένος, Εὐρ. Ἀποσπ. 764, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 451D· ἴδε B öckh Συλλ. Ἐπίγρ. 1. σ. 662. 2) σημειωμένος ὡς διὰ γραμμάτων, ἁ γραπτὰ ὑάκινθος Θεόκρ. 10. 28· γρ. [[λίθος]] Ἐπιγράμμ. Ἐλλην. 1089. 8. ΙΙ. γεγραμμένος, νόμοι γρ. Γοργ. Ἀπολ. Παλαμ. σ. 190. 103, ἴδε ἐπόμ.·― γραπτά, τά, = γράμματα, Β΄ Μακκ. ια΄, 15, Μανέθ. 3. 214. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> marqué comme de lettres <i>en parl. de l’hyacinthe</i>;<br /><b>2</b> peint.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[γράφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A painted, ζῷα Emp.128.5; τύποι E.Fr.764; κύρβις Achae.19; εἰκών SIG 1068.21 (Patmos): γραπτά, τά, paintings, opp. γλυπτά, D.H.Comp. 25. 2 marked as with letters, ἁ γραπτὰ ὑάκινθος Theoc.10.28; γ. λίθος IG14.1089. II written, νόμοι γ. Gorg.Pal.30, cf. Pl.Lg.773e, etc.; ἀσφάλεια PAmh.78.17 (ii A. D.): γραπτά, τά, rescripts, proclamations, LXX 2Ma 11.15; legal documents, bonds, Man.3.214.
Greek (Liddell-Scott)
γραπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐζωγραφημένος, Εὐρ. Ἀποσπ. 764, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 451D· ἴδε B öckh Συλλ. Ἐπίγρ. 1. σ. 662. 2) σημειωμένος ὡς διὰ γραμμάτων, ἁ γραπτὰ ὑάκινθος Θεόκρ. 10. 28· γρ. λίθος Ἐπιγράμμ. Ἐλλην. 1089. 8. ΙΙ. γεγραμμένος, νόμοι γρ. Γοργ. Ἀπολ. Παλαμ. σ. 190. 103, ἴδε ἐπόμ.·― γραπτά, τά, = γράμματα, Β΄ Μακκ. ια΄, 15, Μανέθ. 3. 214.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 marqué comme de lettres en parl. de l’hyacinthe;
2 peint.
Étymologie: adj. verb. de γράφω.