ἀρτιάζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτιάζω''': μελλ. -άσω, (ἄρτιος) [[παίζω]] «μονὰ ζυγά», Λατ. par impar ludere, στατῆρσι δὲ οἱ θεράποντες ἀρτιάζομεν χρυσοῖς Ἀριστοφ. Πλ. 816· ἠρτίαζον ἀστραγάλοις παμπόλλοις Πλάτ. Λύσ. 206Ε· πρβλ. [[ποσίνδα]]. ΙΙ. ἀριθμῶ, Ἀνθ. ΙΙ. 12, 145. | |lstext='''ἀρτιάζω''': μελλ. -άσω, (ἄρτιος) [[παίζω]] «μονὰ ζυγά», Λατ. par impar ludere, στατῆρσι δὲ οἱ θεράποντες ἀρτιάζομεν χρυσοῖς Ἀριστοφ. Πλ. 816· ἠρτίαζον ἀστραγάλοις παμπόλλοις Πλάτ. Λύσ. 206Ε· πρβλ. [[ποσίνδα]]. ΙΙ. ἀριθμῶ, Ἀνθ. ΙΙ. 12, 145. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἠρτίαζον, <i>ao.</i> ἠρτίασα;<br />jouer à pair ou impair.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
(ἄρτιος)
A play at odd and even, Ar.Pl.816; ἀστραγάλοις ἀ. Pl.Ly.206e, prob. in Arist.Div.Somn.463b20. II count, AP 12.145.
German (Pape)
[Seite 361] 1) gerade od. ungerade spielen, Ar. Plut. 816; Plat. Lys. 206 e; Xen. Hipparch. 5, 10. – 2) genau angeben, zählen, ψεκάδα ἀριθμητήν Ep. ad. 34 (XII, 145).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιάζω: μελλ. -άσω, (ἄρτιος) παίζω «μονὰ ζυγά», Λατ. par impar ludere, στατῆρσι δὲ οἱ θεράποντες ἀρτιάζομεν χρυσοῖς Ἀριστοφ. Πλ. 816· ἠρτίαζον ἀστραγάλοις παμπόλλοις Πλάτ. Λύσ. 206Ε· πρβλ. ποσίνδα. ΙΙ. ἀριθμῶ, Ἀνθ. ΙΙ. 12, 145.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠρτίαζον, ao. ἠρτίασα;
jouer à pair ou impair.
Étymologie: ἄρτιος.