φιλόμυθος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόμῡθος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μύθους ἢ τὰς μυθικὰς διηγήσεις, ὁ φ. φιλόσοφός πώς ἐστιν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10· τὸ φιλόμυθον = [[φιλομυθία]], Στράβ. 19, Λογγῖν. 9. 11. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ λέγῃ πολλὰ, [[λάλος]], «πολυλογᾶς», Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, Ἀποσπ. 618.
|lstext='''φῐλόμῡθος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μύθους ἢ τὰς μυθικὰς διηγήσεις, ὁ φ. φιλόσοφός πώς ἐστιν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10· τὸ φιλόμυθον = [[φιλομυθία]], Στράβ. 19, Λογγῖν. 9. 11. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ λέγῃ πολλὰ, [[λάλος]], «πολυλογᾶς», Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, Ἀποσπ. 618.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime les récits, les contes, les fables;<br /><b>2</b> qui aime à parler, à causer, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μῦθος]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμῡθος Medium diacritics: φιλόμυθος Low diacritics: φιλόμυθος Capitals: ΦΙΛΟΜΥΘΟΣ
Transliteration A: philómythos Transliteration B: philomythos Transliteration C: filomythos Beta Code: filo/muqos

English (LSJ)

ον,

   A fond of legends or fables, ὁ φ. φιλόσοφός πώς ἐστιν Arist.Metaph.982b18, cf. Jul.Gal.39b: τὸ φ., = φιλομυθία, Str.1.2.8, Longin.9.11.    II talkative, Arist.EN1117b34, Fr.668 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1282] Sagen, Fabeln, Mährchen liebend, Freund von Sagen, Longin. 9, 11. – Auch redselig, geschwätzig; Arist. eth. 3, 10; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμῡθος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μύθους ἢ τὰς μυθικὰς διηγήσεις, ὁ φ. φιλόσοφός πώς ἐστιν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10· τὸ φιλόμυθον = φιλομυθία, Στράβ. 19, Λογγῖν. 9. 11. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ λέγῃ πολλὰ, λάλος, «πολυλογᾶς», Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, Ἀποσπ. 618.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime les récits, les contes, les fables;
2 qui aime à parler, à causer, bavard.
Étymologie: φίλος, μῦθος.