διέκδυσις: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διέκδῠσις''': -εως, ἡ, [[μέσον]] ἐκφυγῆς, δ. μυῶν, «ποντικότρυπα», «ποντικοφωλεά», Ἀθήν. 98D. 2) [[ὑπεκφυγή]], [[τέχνασμα]], Πλούτ. Σερτωρ. 13. | |lstext='''διέκδῠσις''': -εως, ἡ, [[μέσον]] ἐκφυγῆς, δ. μυῶν, «ποντικότρυπα», «ποντικοφωλεά», Ἀθήν. 98D. 2) [[ὑπεκφυγή]], [[τέχνασμα]], Πλούτ. Σερτωρ. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />fuite, évasion.<br />'''Étymologie:''' [[διεκδύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A means of escape, δ. μυῶν mouse-holes, Ath.3.98d, cf. Plu.Sert. 13.
German (Pape)
[Seite 618] ἡ, Ausweg, Ausflucht, Plut. Sertor. 13; μυῶν, Schlupfwinkel, Ath. III, 98 d.
Greek (Liddell-Scott)
διέκδῠσις: -εως, ἡ, μέσον ἐκφυγῆς, δ. μυῶν, «ποντικότρυπα», «ποντικοφωλεά», Ἀθήν. 98D. 2) ὑπεκφυγή, τέχνασμα, Πλούτ. Σερτωρ. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
fuite, évasion.
Étymologie: διεκδύω.