ἀφράδμων: Difference between revisions
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφράδμων''': Ἀττ. [[ἀφράσμων]], ον, γεν. -ονος, = [[ἀφραδής]], μετ’ ἀπαρ., [[ἀφράδμων]] προγνώμεναι, μὴ ἔχων φρόνησιν [[ὥστε]] νὰ προΐδῃ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 257· γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, Σοφ. Ἀποσπ. 542. ― Ἐπίρρ. ἀφρασμόνως Αίσχύλ. Πέρσ. 417. Μόνον ποιητ. | |lstext='''ἀφράδμων''': Ἀττ. [[ἀφράσμων]], ον, γεν. -ονος, = [[ἀφραδής]], μετ’ ἀπαρ., [[ἀφράδμων]] προγνώμεναι, μὴ ἔχων φρόνησιν [[ὥστε]] νὰ προΐδῃ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 257· γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, Σοφ. Ἀποσπ. 542. ― Ἐπίρρ. ἀφρασμόνως Αίσχύλ. Πέρσ. 417. Μόνον ποιητ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>c.</i> [[ἀφραδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
in Trag. ἀφράσμων, ον, gen. ονος,
A = ἀφραδής, c. inf., ἀφράδμονες προγνώμεναι without sense to foresee, h.Cer.256; γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.Ag.1401, cf. S.Fr.613. Adv. ἀφρασμόνως A.Pers.417.—Only poet.
German (Pape)
[Seite 414] ον, = ἀφραδής, προγνώμεναι, ohne den Verstand, etwas vorherzusehen, H. h. Cer. 257. – Adv. ἀφραδμόνως, Aesch. Pers. 409. – Vgl. ἀφράσμων.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφράδμων: Ἀττ. ἀφράσμων, ον, γεν. -ονος, = ἀφραδής, μετ’ ἀπαρ., ἀφράδμων προγνώμεναι, μὴ ἔχων φρόνησιν ὥστε νὰ προΐδῃ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 257· γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, Σοφ. Ἀποσπ. 542. ― Ἐπίρρ. ἀφρασμόνως Αίσχύλ. Πέρσ. 417. Μόνον ποιητ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
c. ἀφραδής.