ἀϊδρείη: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀϊδρείη''': ἢ -ίη, [ῑ], ἡ, [[ἔλλειψις]] γνώσεως, [[ἄγνοια]], [[ἀμαθία]], Ὀδ. Μ. 41· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ. Ὀδ. Κ. 231., Λ. 272: - Ἐπ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 6. 69, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ἀϊδρηΐη, ἢ [[κάλλιον]] ἀϊδρίη. | |lstext='''ἀϊδρείη''': ἢ -ίη, [ῑ], ἡ, [[ἔλλειψις]] γνώσεως, [[ἄγνοια]], [[ἀμαθία]], Ὀδ. Μ. 41· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ. Ὀδ. Κ. 231., Λ. 272: - Ἐπ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 6. 69, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ἀϊδρηΐη, ἢ [[κάλλιον]] ἀϊδρίη. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />ignorance.<br />'''Étymologie:''' [[ἄϊδρις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. and Ion. -ιη [ῑη], ἡ,
A want of knowledge, ignorance, Od. 12.41, Hdt.6.69; also in pl., Od.10.231, 11.272.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϊδρείη: ἢ -ίη, [ῑ], ἡ, ἔλλειψις γνώσεως, ἄγνοια, ἀμαθία, Ὀδ. Μ. 41· ὡσαύτως κατὰ πληθ. Ὀδ. Κ. 231., Λ. 272: - Ἐπ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 6. 69, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ἀϊδρηΐη, ἢ κάλλιον ἀϊδρίη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ignorance.
Étymologie: ἄϊδρις.