ἰθυντήρ: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰθυντήρ''': ῑ, ῆρος, ὁ, ὁ ἰθύνων, ὁδηγῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 209, 1260, Ἀνθ. Π. 15. 21· ἰθ. [[πυρός]], δηλ. ὁ [[Ἥφαιστος]], Κόλουθ. 54. - [[κυβερνήτης]], [[ἀναμορφωτής]], Ἐπιγρ. Ἑλλ. 905· - ὡς ἐπίθετ., ἰθυντῆρι νόῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 17. 22. | |lstext='''ἰθυντήρ''': ῑ, ῆρος, ὁ, ὁ ἰθύνων, ὁδηγῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 209, 1260, Ἀνθ. Π. 15. 21· ἰθ. [[πυρός]], δηλ. ὁ [[Ἥφαιστος]], Κόλουθ. 54. - [[κυβερνήτης]], [[ἀναμορφωτής]], Ἐπιγρ. Ἑλλ. 905· - ὡς ἐπίθετ., ἰθυντῆρι νόῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 17. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui dirige :<br /><b>I.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> guide;<br /><b>2</b> régulateur, maître;<br /><b>3</b> pilote;<br /><b>II.</b> <i>adj.</i> qui dirige.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A guide, pilot, A.R. 4.209, 1260,IG9(1).390 (Naupactus), Jul.Or.1.25c; shepherd, Theoc. Syrinx 2; ἰ. πυρός, of Hephaestus, v.l. in Coluth.54; ruler, Ἑσπερίης χθονός Epigr.Gr.905 (Gortyn); προτέρων ὑπέρτερος ἰθυντήρων Milet. 1(9).340.
German (Pape)
[Seite 1246] ῆρος, ὁ, der Gerademachende, Lenkende; Theocr. Syrinx (XV, 21); σιδήρου Coluth. 64; Steuermann, Ap. Rh. 4, 209. 1260.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυντήρ: ῑ, ῆρος, ὁ, ὁ ἰθύνων, ὁδηγῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 209, 1260, Ἀνθ. Π. 15. 21· ἰθ. πυρός, δηλ. ὁ Ἥφαιστος, Κόλουθ. 54. - κυβερνήτης, ἀναμορφωτής, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 905· - ὡς ἐπίθετ., ἰθυντῆρι νόῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 17. 22.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui dirige :
I. subst. 1 guide;
2 régulateur, maître;
3 pilote;
II. adj. qui dirige.
Étymologie: ἰθύνω.