ἱστόποδες: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱστόποδες''': οἱ, = καλέοντες, αἱ μακραὶ δοκοὶ τοῦ ἱστοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ [[ὕφασμα]] διετείνετο, Ἀνθ. Π. 7. 424, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 36. - Ὑποκορ., ἱστοπόδια, τά, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 587-8 ἔκδ. Β. | |lstext='''ἱστόποδες''': οἱ, = καλέοντες, αἱ μακραὶ δοκοὶ τοῦ ἱστοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ [[ὕφασμα]] διετείνετο, Ἀνθ. Π. 7. 424, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 36. - Ὑποκορ., ἱστοπόδια, τά, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 587-8 ἔκδ. Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />bâtons pour tendre l’étoffe sur le métier.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
οἱ,= κελέοντες,
A the long beams of the loom, between which the web was stretched, AP7.424 (Antip.Sid.): sg., Eub.145,POxy.264.5 (i A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱστόποδες: οἱ, = καλέοντες, αἱ μακραὶ δοκοὶ τοῦ ἱστοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ ὕφασμα διετείνετο, Ἀνθ. Π. 7. 424, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 36. - Ὑποκορ., ἱστοπόδια, τά, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 587-8 ἔκδ. Β.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
bâtons pour tendre l’étoffe sur le métier.
Étymologie: ἱστός, πούς.