μελεδωνός: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελεδωνός''': ὁ καὶ ἡ, ὁ φροντίζων [[περί]] τινος, [[ἐπιμελητής]], [[φύλαξ]], [[θεράπων]], μ. τῶν οἰκιῶν, [[οἰκονόμος]], Ἡρόδ. 3. 61· ὁ μ. τῶν θηρίων, ὁ [[φύλαξ]] τῶν κροκοδείλων, ὁ αὐτ. 2. 65· μ. τῆς τροφῆς, ὁ ἐπιμελητὴς τῆς τροφῆς αὐτῶν, [[αὐτόθι]], πρβλ 7. 31, 38· μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν Διον. Ἁλ. 1. 67· οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.
|lstext='''μελεδωνός''': ὁ καὶ ἡ, ὁ φροντίζων [[περί]] τινος, [[ἐπιμελητής]], [[φύλαξ]], [[θεράπων]], μ. τῶν οἰκιῶν, [[οἰκονόμος]], Ἡρόδ. 3. 61· ὁ μ. τῶν θηρίων, ὁ [[φύλαξ]] τῶν κροκοδείλων, ὁ αὐτ. 2. 65· μ. τῆς τροφῆς, ὁ ἐπιμελητὴς τῆς τροφῆς αὐτῶν, [[αὐτόθι]], πρβλ 7. 31, 38· μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν Διον. Ἁλ. 1. 67· οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ et ἡ)<br />qui prend soin de, gardien, gardienne.<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδωνός Medium diacritics: μελεδωνός Low diacritics: μελεδωνός Capitals: ΜΕΛΕΔΩΝΟΣ
Transliteration A: meledōnós Transliteration B: meledōnos Transliteration C: meledonos Beta Code: meledwno/s

English (LSJ)

ὁ and ἡ,

   A attendant, guardian, τῶν οἰκίων μ. house-steward, Hdt.3.61; ὁ μ. τῶν θηρίων the keeper of the crocodiles, Id.2.65; μ. τῆς τροφῆς one who provides their food, ibid., cf. 7.31; μ. τῶν χρημάτων ib.38; μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν D.H.1.67; τοῦ τείχους Ael.NA 3.26; μ. λῃστῶν agents of pirates, Philostr.VA3.24; title of public officials in Samos, SIG976.63 (ii B.C.): metaph., of a learned man, πάσης πολύβυβλον ἀφ' ἱστορίης μ. Ath.Mitt.11.428 (Notium).

German (Pape)

[Seite 121] ὁ, u. ἡ, der Besorger, Wächter, Aufseher, τῶν οἰκίων, Her. 3, 61. 63, u. fem., 2, 65; Ael. V. H. 2, 14; μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν, D. Hal. 1, 67.

Greek (Liddell-Scott)

μελεδωνός: ὁ καὶ ἡ, ὁ φροντίζων περί τινος, ἐπιμελητής, φύλαξ, θεράπων, μ. τῶν οἰκιῶν, οἰκονόμος, Ἡρόδ. 3. 61· ὁ μ. τῶν θηρίων, ὁ φύλαξ τῶν κροκοδείλων, ὁ αὐτ. 2. 65· μ. τῆς τροφῆς, ὁ ἐπιμελητὴς τῆς τροφῆς αὐτῶν, αὐτόθι, πρβλ 7. 31, 38· μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν Διον. Ἁλ. 1. 67· οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ et ἡ)
qui prend soin de, gardien, gardienne.
Étymologie: μέλει.