κρυφαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῠφαῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Λουκ. Ὠκύπ. 166· ― κεκρυμμένος, [[κρυπτός]], Πινδ. Ι. 1. 97, Τραγῳδοποδ. (ὡς Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Αἴ. 899), Πλάτ. Τίμ 77C. 2) [[λαθραῖος]], [[κρύφιος]], δρασμὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· ἔκπλους [[αὐτόθι]] 385· [[ἔπος]] Σοφ. Ἀποσπ. 673· ― Ἐπίρρ. -ως, ναυσὶν κρυφαίως δρασμὸν εὑρόντες τινὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 370.
|lstext='''κρῠφαῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Λουκ. Ὠκύπ. 166· ― κεκρυμμένος, [[κρυπτός]], Πινδ. Ι. 1. 97, Τραγῳδοποδ. (ὡς Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Αἴ. 899), Πλάτ. Τίμ 77C. 2) [[λαθραῖος]], [[κρύφιος]], δρασμὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· ἔκπλους [[αὐτόθι]] 385· [[ἔπος]] Σοφ. Ἀποσπ. 673· ― Ἐπίρρ. -ως, ναυσὶν κρυφαίως δρασμὸν εὑρόντες τινὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 370.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> caché;<br /><b>2</b> clandestin, secret.<br />'''Étymologie:''' [[κρύφα]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυφαῖος Medium diacritics: κρυφαῖος Low diacritics: κρυφαίος Capitals: ΚΡΥΦΑΙΟΣ
Transliteration A: kryphaîos Transliteration B: kryphaios Transliteration C: kryfaios Beta Code: krufai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Phld.Piet.101, Luc.Ocyp.166:—

   A hidden, Pi.I.1.67, A.Ch.83 (lyr.), S.Aj.899, Pl.Ti.77c; ἐν κρυφαίοις LXXJe.23.24, al.    2 secret, clandestine, δρασμός A.Pers.360; ἔκπλους ib.385; ἔπος S.Fr.935; ἀδικίαι Phld.l.c. Adv. -ως A.Pers.370, Aen. Tact.18.8.

German (Pape)

[Seite 1516] verborgen, hei mlich; πλοῦτον κρυφαῖον νέμειν Pind. I. 1, 67, κρ υφαίοις πένθεσι πα χνουμένη Aesch. Ch. 81, δόλος Eur. Rhes. 92, κρυφαίῳ φασγάνῳ περιπτυ χής Soph. Ai. 882, auch in Prosa, Plat. Tim. 77.c Soph. 219 e u. 86., wie ἐν τῷ κρυφαίῳ Matth. 6, 18, sonst κρυπτῷ. – Adv. κρυφαίως, Aesch. Pers 362.

Greek (Liddell-Scott)

κρῠφαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Λουκ. Ὠκύπ. 166· ― κεκρυμμένος, κρυπτός, Πινδ. Ι. 1. 97, Τραγῳδοποδ. (ὡς Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Αἴ. 899), Πλάτ. Τίμ 77C. 2) λαθραῖος, κρύφιος, δρασμὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· ἔκπλους αὐτόθι 385· ἔπος Σοφ. Ἀποσπ. 673· ― Ἐπίρρ. -ως, ναυσὶν κρυφαίως δρασμὸν εὑρόντες τινὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 370.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 caché;
2 clandestin, secret.
Étymologie: κρύφα.