κρυφαῖος

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυφαῖος Medium diacritics: κρυφαῖος Low diacritics: κρυφαίος Capitals: ΚΡΥΦΑΙΟΣ
Transliteration A: kryphaîos Transliteration B: kryphaios Transliteration C: kryfaios Beta Code: krufai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Phld.Piet.101, Luc.Ocyp.166:—
A hidden, Pi.I.1.67, A.Ch.83 (lyr.), S.Aj.899, Pl.Ti.77c; ἐν κρυφαίοις LXXJe.23.24, al.
2 secret, clandestine, δρασμός A.Pers.360; ἔκπλους ib.385; ἔπος S.Fr.935; ἀδικίαι Phld.l.c. Adv. κρυφαίως A.Pers.370, Aen. Tact.18.8.

German (Pape)

[Seite 1516] verborgen, hei mlich; πλοῦτον κρυφαῖον νέμειν Pind. I. 1, 67, κρ υφαίοις πένθεσι πα χνουμένη Aesch. Ch. 81, δόλος Eur. Rhes. 92, κρυφαίῳ φασγάνῳ περιπτυ χής Soph. Ai. 882, auch in Prosa, Plat. Tim. 77.c Soph. 219 e u. 86., wie ἐν τῷ κρυφαίῳ Matth. 6, 18, sonst κρυπτῷ. – Adv. κρυφαίως, Aesch. Pers 362.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 caché;
2 clandestin, secret.
Étymologie: κρύφα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυφαῖος -α -ον, f. later ook -ος [κρύφα] verborgen:. κεῖται κρυφαῖῳ φασγάνῳ περιπτυχής hij ligt gevouwen over het zwaard dat in hem gedrongen is Soph. Ai. 899. heimelijk:; δρασμῷ κρυφαίῳ door een heimelijke vlucht Aeschl. Pers. 360; subst. ἐν τῷ κρυφαίῳ in het verborgene; adv. κρυφαίως in het geheim.

Russian (Dvoretsky)

κρῠφαῖος: и Luc. 2 скрытый, тайный (πλοῦτος Pind.; πένθη Aesch.; δόλος Eur.; λόχος Plut.).

English (Slater)

κρῠφαῖος in secret εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον pr. (I. 1.67)

Greek Monolingual

κρυφαῖος, -αία, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. κρυμμένος («εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον», Πίνδ.)
2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός («κρυφαῖον ἔπος», Σοφ.). Επιρρ. κρυφαίως (Α)
κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από κρυφῇ + κατάλ. -αῖος (πρβλ. λαθραίος, λιταίος)].

Greek Monotonic

κρῠφαῖος: -α, -ον και -ος, -ον,
1. κρυφός, σε Πίνδ., Τραγ.
2. μυστικός, λαθραίος, κρυφός, σε Αισχύλ.· επίρρ. -ως, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κρῠφαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Λουκ. Ὠκύπ. 166· ― κεκρυμμένος, κρυπτός, Πινδ. Ι. 1. 97, Τραγῳδοποδ. (ὡς Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Αἴ. 899), Πλάτ. Τίμ 77C. 2) λαθραῖος, κρύφιος, δρασμὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· ἔκπλους αὐτόθι 385· ἔπος Σοφ. Ἀποσπ. 673· ― Ἐπίρρ. -ως, ναυσὶν κρυφαίως δρασμὸν εὑρόντες τινὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 370.

Middle Liddell

κρῠφαῖος, η, ον
1. hidden, Pind., Trag.
2. secret, clandestine, Aesch.:—adv. -ως, Aesch.

Chinese

原文音譯:kruptÒj 克呂普拖士
詞類次數:形容詞(19)
原文字根:藏(著的) 相當於: (אָטַם‎)
字義溯源:隱藏,隱祕,隱情,祕密,暗,暗地裏,隱祕事,隱藏的事,掩藏的事,暗昧事,暗處,暗中,暗藏,裏面的;源自(κρύπτω)*=隱藏)
出現次數:總共(19);太(7);可(1);路(2);約(3);羅(2);林前(2);林後(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 暗(6) 太6:4; 太6:4; 太6:6; 太6:6; 太6:18; 太6:18;
2) 隱藏的事(2) 太10:26; 路12:2;
3) 隱情(2) 林前4:5; 林前14:25;
4) 裏面的(1) 羅2:29;
5) 暗昧事(1) 林後4:2;
6) 隱藏(1) 彼前3:4;
7) 隱祕事(1) 羅2:16;
8) 暗中(1) 約7:10;
9) 隱藏著的(1) 可4:22;
10) 掩藏的事(1) 路8:17;
11) 暗處(1) 約7:4;
12) 暗地裏(1) 約18:20

English (Woodhouse)

clandestine, secret

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)