Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug

Menander, Monostichoi, 238
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχώννῡμι''': καὶ -ύω, [[ἐπισωρεύω]] τι εἰς [[ὕψος]], νεκρῷ θῖνα γῆς Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· τούτοις γῆν ἐπιχώσας Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 6298. - Παθ., ἐπ. τὸ [[ἔδαφος]] ἐπὶ τὴν λίμνην Ἀριστ. π. Θαυμ. 89· βωμὸς ἐπικεχωσμένος Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Φιλ. ΙΙ. πληρῶ, [[γεμίζω]], τὴν δίοδον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· τοὺς λιμένας Διόδ. 13. 107.
|lstext='''ἐπιχώννῡμι''': καὶ -ύω, [[ἐπισωρεύω]] τι εἰς [[ὕψος]], νεκρῷ θῖνα γῆς Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· τούτοις γῆν ἐπιχώσας Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 6298. - Παθ., ἐπ. τὸ [[ἔδαφος]] ἐπὶ τὴν λίμνην Ἀριστ. π. Θαυμ. 89· βωμὸς ἐπικεχωσμένος Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Φιλ. ΙΙ. πληρῶ, [[γεμίζω]], τὴν δίοδον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· τοὺς λιμένας Διόδ. 13. 107.
}}
{{bailly
|btext=amonceler sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χώννυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχώννῡμι Medium diacritics: ἐπιχώννυμι Low diacritics: επιχώννυμι Capitals: ΕΠΙΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epichṓnnymi Transliteration B: epichōnnymi Transliteration C: epichonnymi Beta Code: e)pixw/nnumi

English (LSJ)

and ἐπιχωννύω,

   A heap up, Ἀρχ.Ἐφ. 1923.39(Oropus, iv B.C.); τὰ περιμήκιστα τῶν ὀρῶν Ph.1.405 ; νεκρῷ θῖνα γῆς Plu.Art.18 ; τούτοις γῆν ἐπιχώσας IG14.1746.13:—Pass., ἐ. τὸ ἔδαφος ἐπὶ τὴν λίμνην Arist. Mir.837b11 ; βωμὸς ἐπικεχωσμένος Arg.S.Ph.    II fill up, τὴν δίοδον Thphr.HP9.3.2 ; τάφρον X.Eph.4.6 ; τοὺς λιμένας D.S.13.107 codd.

German (Pape)

[Seite 1005] (s. χώννυμι), darauf aufschütten, darüberschütten, νεκρῷ θῖνα γῆς Plut. Artax. 18 u. Sp.; τάφρον, zudämmen, Sp.; – mit Schutt abdämmen, mit Dämmen versehen, λιμένας D. Sic. 13, 107; – pass. ἐπιχώννυσθαι, Arist. Mirab. 91.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχώννῡμι: καὶ -ύω, ἐπισωρεύω τι εἰς ὕψος, νεκρῷ θῖνα γῆς Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· τούτοις γῆν ἐπιχώσας Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 6298. - Παθ., ἐπ. τὸ ἔδαφος ἐπὶ τὴν λίμνην Ἀριστ. π. Θαυμ. 89· βωμὸς ἐπικεχωσμένος Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Φιλ. ΙΙ. πληρῶ, γεμίζω, τὴν δίοδον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· τοὺς λιμένας Διόδ. 13. 107.

French (Bailly abrégé)

amonceler sur.
Étymologie: ἐπί, χώννυμι.