κολακεύω: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολᾰκεύω''': εἶμαι [[κόλαξ]], ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 48, Πλάτ. Πολ. 538Β, κἑξ., Γοργ. 521Β. 2) μετ’ αἰτ., εἴ τίς σε κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κροκύδας ἀφαιρῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Ἀνδοκ. 31. 14, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, κτλ.· μεταφ., τὴν κατάποσιν κ. Μουσών. παρὰ Στοβ. 160. 43. ― Παθ., κολακεύομαι, [[δέχομαι]] κολακείας, Δημ. 98. 14, κτκ.
|lstext='''κολᾰκεύω''': εἶμαι [[κόλαξ]], ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 48, Πλάτ. Πολ. 538Β, κἑξ., Γοργ. 521Β. 2) μετ’ αἰτ., εἴ τίς σε κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κροκύδας ἀφαιρῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Ἀνδοκ. 31. 14, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, κτλ.· μεταφ., τὴν κατάποσιν κ. Μουσών. παρὰ Στοβ. 160. 43. ― Παθ., κολακεύομαι, [[δέχομαι]] κολακείας, Δημ. 98. 14, κτκ.
}}
{{bailly
|btext=flatter, aduler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολᾰκεύω Medium diacritics: κολακεύω Low diacritics: κολακεύω Capitals: ΚΟΛΑΚΕΥΩ
Transliteration A: kolakeúō Transliteration B: kolakeuō Transliteration C: kolakeyo Beta Code: kolakeu/w

English (LSJ)

   A to be a flatterer, Ar.Eq.48, Pl.R.538b, Grg.521b, Antiph.144.2, Diod.Com.2.34, Phld.Ir.p.66 W.    2 c. acc., flatter, And.4.16, X.HG5.1.17, Isoc.4.155, Ephipp.6, etc.; τὴν πόλιν Pl.Alc.1.120b: metaph., τὴν κατάποσιν κ. Muson.Fr.18Ap.97 H.:—Pass., to be flattered, be open to flattery, Democr.115, D.8.34, etc.    3 metaph., soften, render mild, Alex. Trall.1.11, al.

German (Pape)

[Seite 1472] schmeicheln; absolut, Plat. Rep. VII, 538 h u. A.; – c. accus.; Ar. frg. 360; τὴν πόλιν Plat. Alc. I, 120 b; Xen. Hell. 5, 1, 17 u. sonst; auch = durch Schmeichelei einnehmen, verführen, Isocr. 4, 155; – auch pass., ἔχαιρε κολακευόμενος Aesch. 3, 234; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κολᾰκεύω: εἶμαι κόλαξ, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 48, Πλάτ. Πολ. 538Β, κἑξ., Γοργ. 521Β. 2) μετ’ αἰτ., εἴ τίς σε κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κροκύδας ἀφαιρῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Ἀνδοκ. 31. 14, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, κτλ.· μεταφ., τὴν κατάποσιν κ. Μουσών. παρὰ Στοβ. 160. 43. ― Παθ., κολακεύομαι, δέχομαι κολακείας, Δημ. 98. 14, κτκ.

French (Bailly abrégé)

flatter, aduler, acc..
Étymologie: κόλαξ.