πεδόθεν: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεδόθεν''': Ἐπίρρ., ([[πέδον]]) ἐκ τῆς γῆς, «ἀπὸ καταγῆς», ὡς τὸ [[χαμόθεν]], Ἡσ. Θ. 680, Εὐρ. Τρῳ. 98. ΙΙ. ἐκ τοῦ βυθοῦ, Πινδ. Ο. 7. 112· μεταφορ., οἵ τοι π. φίλοι εἰσίν, οἵτινες σοὶ [[εἶναι]] ἀγαπητοὶ ἐκ βάθους τῆς καρδίας σου, ἀλλὰ κατὰ τοὺς Σχολ. καὶ τὸν Εὐστάθ., «ἐκ ῥίζης, ἐκ γενετῆς» κτλ., Ὀδ. Ν. 295. 2) ἐξ’ ἀρχῆς, Πινδ. Ι. 5 (4). 48· πρβλ. Näke Χοιρίλ. σ. 107. | |lstext='''πεδόθεν''': Ἐπίρρ., ([[πέδον]]) ἐκ τῆς γῆς, «ἀπὸ καταγῆς», ὡς τὸ [[χαμόθεν]], Ἡσ. Θ. 680, Εὐρ. Τρῳ. 98. ΙΙ. ἐκ τοῦ βυθοῦ, Πινδ. Ο. 7. 112· μεταφορ., οἵ τοι π. φίλοι εἰσίν, οἵτινες σοὶ [[εἶναι]] ἀγαπητοὶ ἐκ βάθους τῆς καρδίας σου, ἀλλὰ κατὰ τοὺς Σχολ. καὶ τὸν Εὐστάθ., «ἐκ ῥίζης, ἐκ γενετῆς» κτλ., Ὀδ. Ν. 295. 2) ἐξ’ ἀρχῆς, Πινδ. Ι. 5 (4). 48· πρβλ. Näke Χοιρίλ. σ. 107. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />du sol, à partir du sol ; <i>fig.</i> à fond, du fond de l’âme.<br />'''Étymologie:''' [[πέδον]], -θεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
(parox.), Adv., (πέδον)
A from the ground, Hes. Th.680, E.Tr.98 (anap.). II from the bottom, Pi.O.7.62 : metaph., οἵ τοι π. φίλοι εἰσίν which are dear to thee from the bottom of thy heart, Od.13.295. 2 from the beginning, Pi.I.5(4).38.
German (Pape)
[Seite 541] vom Boden, von der Erde auf, Hes. Th. 680; γαῖαν αὐξομέναν πεδόθεν, Pind. Ol. 7, 62; aber ἔλα πεδόθεν, vom Ursprung an, I. 4, 42, erinnernd an das homerische οἵ τοι πεδόθεν φίλοι εἰσίν, die dir von Grund aus, aus Herzensgrunde lieb sind, Od. 13, 295, wo παιδόθεν f. L. ist; Eur. Troad. 98 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πεδόθεν: Ἐπίρρ., (πέδον) ἐκ τῆς γῆς, «ἀπὸ καταγῆς», ὡς τὸ χαμόθεν, Ἡσ. Θ. 680, Εὐρ. Τρῳ. 98. ΙΙ. ἐκ τοῦ βυθοῦ, Πινδ. Ο. 7. 112· μεταφορ., οἵ τοι π. φίλοι εἰσίν, οἵτινες σοὶ εἶναι ἀγαπητοὶ ἐκ βάθους τῆς καρδίας σου, ἀλλὰ κατὰ τοὺς Σχολ. καὶ τὸν Εὐστάθ., «ἐκ ῥίζης, ἐκ γενετῆς» κτλ., Ὀδ. Ν. 295. 2) ἐξ’ ἀρχῆς, Πινδ. Ι. 5 (4). 48· πρβλ. Näke Χοιρίλ. σ. 107.
French (Bailly abrégé)
adv.
du sol, à partir du sol ; fig. à fond, du fond de l’âme.
Étymologie: πέδον, -θεν.