ληπτικός: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληπτικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. [[ἀφομοιωτικός]], ἀντίθετ. τῷ [[ἐκκριτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5. | |lstext='''ληπτικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. [[ἀφομοιωτικός]], ἀντίθετ. τῷ [[ἐκκριτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui prend <i>ou</i> reçoit volontiers.<br />'''Étymologie:''' [[λαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to accept, Arist.EN1120b15. II assimilative, opp. ἐκκριτικός, Id.Ph.243b14.
German (Pape)
[Seite 40] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευθέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ληπτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. ἀφομοιωτικός, ἀντίθετ. τῷ ἐκκριτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui prend ou reçoit volontiers.
Étymologie: λαμβάνω.