ἀφομοιωτικός
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ἀφομοιωτική, ἀφομοιωτικόν, assimilative, δύναμις Procl.in Prm.p.565S.; διακόσμησις, θεοί, Dam.Pr.338,340, Iamb.Myst.5.11.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se asimila, asimilativo ἡ διὰ πυρὸς προσαγωγή Iambl.Myst.5.11, δύναμις Procl.in Prm.733, διακόσμησις Dam.in Prm.338, θεοί Dam.in Prm.340, cf. Dion.Ar.CH M.3.205C.
German (Pape)
[Seite 413] zum Abbilden, Vergleichen gehörig, geschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφομοιωτικός: -ή, -όν, εἰς τὸ ἀφομοιοῦν ἐπιτήδειος, Δαμάσκ. π. Ἀρχ. - Ἐπίρρ. -κῶς Πρόκλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό
ο σχετικός με την αφομοίωση ή ο κατάλληλος γι' αυτήν.