προπάσχω: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προπάσχω''': [[πάσχω]] πρῶτος ἢ πρότερον, Ἡρ. 7. 11, Θουκ. 3· 82, κτλ.· τι Σοφ. Ο. Κ. 230, Ἀντιφῶν 126, 4, Πλάτ. Πολ. 376Α· παρηνόμησαν [παρενόμησάν] τε οὐ προσπαθόντες ὑφ’ ἡμῶν, οὐ παθόντες ὑφ’ ἡμῶν κακόν τι πρότερον, Θουκ. 3. 67· ― ἀγαθὸν πρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5. | |lstext='''προπάσχω''': [[πάσχω]] πρῶτος ἢ πρότερον, Ἡρ. 7. 11, Θουκ. 3· 82, κτλ.· τι Σοφ. Ο. Κ. 230, Ἀντιφῶν 126, 4, Πλάτ. Πολ. 376Α· παρηνόμησαν [παρενόμησάν] τε οὐ προσπαθόντες ὑφ’ ἡμῶν, οὐ παθόντες ὑφ’ ἡμῶν κακόν τι πρότερον, Θουκ. 3. 67· ― ἀγαθὸν πρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2</i> προέπαθον, <i>pf.</i> προπέπονθα;<br /><b>1</b> souffrir auparavant <i>ou</i> le premier, acc. : προπάσχειν [[ὑπό]] τινος être maltraité auparavant par qqn;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> éprouver le premier <i>ou</i> auparavant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πάσχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
A suffer first or beforehand, Hdt.7.11, Th.3.82, etc.; τι S.OC230 (lyr.), Antipho 2.1.5, Pl.R.376a; to be ill-treated before, ὑφ' ἡμῶν Th.3.67; π. οὐδὲν ἀγαθόν X.Mem.2.2.5: generally, to be previously affected or modified, Plu.2.725a, Plot.4.5.2.
German (Pape)
[Seite 739] (s. πάσχω), vor, vorher, voraus leiden; Soph. O. C. 229; Her. 7. 11; ὑπό τινος, Thuc. 3, 67. 82; οὐδὲν κακὸν προπεπονθώς, Plat. Rep. II, 376 a.
Greek (Liddell-Scott)
προπάσχω: πάσχω πρῶτος ἢ πρότερον, Ἡρ. 7. 11, Θουκ. 3· 82, κτλ.· τι Σοφ. Ο. Κ. 230, Ἀντιφῶν 126, 4, Πλάτ. Πολ. 376Α· παρηνόμησαν [παρενόμησάν] τε οὐ προσπαθόντες ὑφ’ ἡμῶν, οὐ παθόντες ὑφ’ ἡμῶν κακόν τι πρότερον, Θουκ. 3. 67· ― ἀγαθὸν πρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προέπαθον, pf. προπέπονθα;
1 souffrir auparavant ou le premier, acc. : προπάσχειν ὑπό τινος être maltraité auparavant par qqn;
2 en b. part éprouver le premier ou auparavant, acc..
Étymologie: πρό, πάσχω.