προσιππεύω: Difference between revisions

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσιππεύω''': [[ἱππεύω]] [[πρός]]..., [[ἐπιπίπτω]], [[κάμνω]] ἔφοδον, Θουκ. 2. 79· τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, κτλ., Πλουτ. Πύρρ. 16, Μάρ. 25, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 32.
|lstext='''προσιππεύω''': [[ἱππεύω]] [[πρός]]..., [[ἐπιπίπτω]], [[κάμνω]] ἔφοδον, Θουκ. 2. 79· τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, κτλ., Πλουτ. Πύρρ. 16, Μάρ. 25, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 32.
}}
{{bailly
|btext=aller à cheval auprès de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἱππεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσιππεύω Medium diacritics: προσιππεύω Low diacritics: προσιππεύω Capitals: ΠΡΟΣΙΠΠΕΥΩ
Transliteration A: prosippeúō Transliteration B: prosippeuō Transliteration C: prosippeyo Beta Code: prosippeu/w

English (LSJ)

   A ride up to, charge, Th.2.79; τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, etc., Plu.Pyrrh.16, Mar.25, etc.

German (Pape)

[Seite 766] hinzu-, hinanreiten, Thuc. 2, 79 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσιππεύω: ἱππεύω πρός..., ἐπιπίπτω, κάμνω ἔφοδον, Θουκ. 2. 79· τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, κτλ., Πλουτ. Πύρρ. 16, Μάρ. 25, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 32.

French (Bailly abrégé)

aller à cheval auprès de, τινι.
Étymologie: πρός, ἱππεύω.