λεύκιππος: Difference between revisions
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεύκιππος''': -ον, ὁ ἱππεύων ἢ ἐλαύνων λευκοὺς ἵππους, ὡς τὸ [[λευκόπωλος]], ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, Ἴβυκ. 16, Valck. Φοίν. 609· καὶ ἀνδρῶν ἐπισήμου καταγωγῆς, Ἴβυκ. 16, Πινδ. Π. 4. 207, Σοφ. Ἠλ. 706· ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Πινδ. Ο. 6. 160. 2) λ. ἀγυιαί, [[πλήρης]] λευκῶν ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 146. | |lstext='''λεύκιππος''': -ον, ὁ ἱππεύων ἢ ἐλαύνων λευκοὺς ἵππους, ὡς τὸ [[λευκόπωλος]], ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, Ἴβυκ. 16, Valck. Φοίν. 609· καὶ ἀνδρῶν ἐπισήμου καταγωγῆς, Ἴβυκ. 16, Πινδ. Π. 4. 207, Σοφ. Ἠλ. 706· ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Πινδ. Ο. 6. 160. 2) λ. ἀγυιαί, [[πλήρης]] λευκῶν ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 146. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> aux chevaux blancs, aux blancs coursiers;<br /><b>2</b> rempli de chevaux blancs.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ἵππος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A riding or driving white horses, Ibyc.16, Stesich.86, Pi.P.4.117, S.El.706; of Persephone, Pi.O.6.95; λ. Ἀώς B.Scol.Oxy. 24. 2 λ. ἀγυιαί full of white horses, Pi.P.9.83.
German (Pape)
[Seite 33] (für λεύχιππος), mit weißen Rossen, Pind. Ol. 6, 95 u. öfter; auch ἀγυιαί, wo Wettrennen gehalten werden, P. 9, 86; Soph. El. 696; bes. von den Dioskuren, Ibyc. frg. 27; Eur. Hel. 640 u. sp. D., wie Theocr. 13, 11 von der Eos.
Greek (Liddell-Scott)
λεύκιππος: -ον, ὁ ἱππεύων ἢ ἐλαύνων λευκοὺς ἵππους, ὡς τὸ λευκόπωλος, ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, Ἴβυκ. 16, Valck. Φοίν. 609· καὶ ἀνδρῶν ἐπισήμου καταγωγῆς, Ἴβυκ. 16, Πινδ. Π. 4. 207, Σοφ. Ἠλ. 706· ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Πινδ. Ο. 6. 160. 2) λ. ἀγυιαί, πλήρης λευκῶν ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 146.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 aux chevaux blancs, aux blancs coursiers;
2 rempli de chevaux blancs.
Étymologie: λευκός, ἵππος.