πολύπικρος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύπικρος''': -ον, ὁ πολὺ δριμὺς ἢ [[πικρός]]· πολύπικρα ὡς ἐπίρρ., = πολὺ πικρῶς, Ὀδ. Π. 255· ὁμαλ. ἐπίρρ. πολυπίκρως, Εὐστ. 1801. 35.
|lstext='''πολύπικρος''': -ον, ὁ πολὺ δριμὺς ἢ [[πικρός]]· πολύπικρα ὡς ἐπίρρ., = πολὺ πικρῶς, Ὀδ. Π. 255· ὁμαλ. ἐπίρρ. πολυπίκρως, Εὐστ. 1801. 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très amer.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πικρός]].
}}
}}