βραχίων: Difference between revisions
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρᾰχίων''': [ῑ], ονος, ὁ, τὸ ἀπὸ τοῦ ὤμου [[μέχρι]] τοῦ ἀγκῶνος [[μέρος]] τῆς χειρός, Λατ. brachium, ἀντίθετον τῷ [[πῆχυς]], Ἰλ. Ν. 529 κ. ἀλλ., πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 12, 5· πρυμνὸς [[βραχίων]], ὁ [[ὦμος]], Ἰλ. Ν. 532, Π. 323· πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 3· [[ὡσαύτως]], ἡ [[ὠμοπλάτη]] τῶν ζῴων, [[αὐτόθι]] 8. 5, 4· -παρὰ ποιηταῖς ὡς [[σύμβολον]] ἰσχύος, ἐκ βραχιόνων, διὰ τῆς δυνάμεως τῆς ἀνθρωπίνης, Εὐρ. Ἱκέτ. 478· ἀλλὰ σπάν. παρὰ Τραγ. (Ἡ ἀρχὴ [[ἄγνωστος]]). | |lstext='''βρᾰχίων''': [ῑ], ονος, ὁ, τὸ ἀπὸ τοῦ ὤμου [[μέχρι]] τοῦ ἀγκῶνος [[μέρος]] τῆς χειρός, Λατ. brachium, ἀντίθετον τῷ [[πῆχυς]], Ἰλ. Ν. 529 κ. ἀλλ., πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 12, 5· πρυμνὸς [[βραχίων]], ὁ [[ὦμος]], Ἰλ. Ν. 532, Π. 323· πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 3· [[ὡσαύτως]], ἡ [[ὠμοπλάτη]] τῶν ζῴων, [[αὐτόθι]] 8. 5, 4· -παρὰ ποιηταῖς ὡς [[σύμβολον]] ἰσχύος, ἐκ βραχιόνων, διὰ τῆς δυνάμεως τῆς ἀνθρωπίνης, Εὐρ. Ἱκέτ. 478· ἀλλὰ σπάν. παρὰ Τραγ. (Ἡ ἀρχὴ [[ἄγνωστος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ονος (ὁ) :<br />bras ; πρυμνὸς [[βραχίων]] IL le haut du bras, l’épaule.<br />'''Étymologie:''' DELG pas de mot. i.-e. du bras ; selon Pollux, qu’on peut admettre, Cp. de [[βραχύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], ονος, ὁ,
A arm (opp. πῆχυς, Pl.Ti.75a, but = πῆχυς, Arist.MA698b2), Il.13.529, Hdt.5.12, X.Eq.12.5, Arist.HA493b26, etc.; πρυμνὸς βραχίων the shoulder, Il.13.532, 16.323; also, shoulder of beasts, ib.594b13:—Poet. as a symbol of strength, ἐκ βραχιόνων by force of arm, E.Supp.478.
βρᾰχίων [Ion. ῐ, Att. ῑ], βράχιστος, Comp. and Sup. of βραχύς.
German (Pape)
[Seite 461] ονος, ὁ, der Arm, Hom. Iliad. 12, 389. 13, 529. 16, 510 Odyss. 18, 69; πρυμνὸς βραχίων, der Theil des Arms, welcher der Schulter zunächst ist, Iliad. 16, 323. 13, 532; – Eur. Hec. 15; Plat. Tim. 75 a; – auch von Thieren, = die Schulter, Ar. H. A. 8, 5.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχίων: [ῑ], ονος, ὁ, τὸ ἀπὸ τοῦ ὤμου μέχρι τοῦ ἀγκῶνος μέρος τῆς χειρός, Λατ. brachium, ἀντίθετον τῷ πῆχυς, Ἰλ. Ν. 529 κ. ἀλλ., πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 12, 5· πρυμνὸς βραχίων, ὁ ὦμος, Ἰλ. Ν. 532, Π. 323· πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 3· ὡσαύτως, ἡ ὠμοπλάτη τῶν ζῴων, αὐτόθι 8. 5, 4· -παρὰ ποιηταῖς ὡς σύμβολον ἰσχύος, ἐκ βραχιόνων, διὰ τῆς δυνάμεως τῆς ἀνθρωπίνης, Εὐρ. Ἱκέτ. 478· ἀλλὰ σπάν. παρὰ Τραγ. (Ἡ ἀρχὴ ἄγνωστος).
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
bras ; πρυμνὸς βραχίων IL le haut du bras, l’épaule.
Étymologie: DELG pas de mot. i.-e. du bras ; selon Pollux, qu’on peut admettre, Cp. de βραχύς.