ἀπονοσφίζω: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονοσφίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποστερῶ, [[χωρίζω]], δὲν [[δέχομαι]], [[ἀποδιώκω]], [[τάων]] οὐκ ἄν τίς σε… δόμων ἀπονοσφίσσειεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 158· με [[μοῖρα]] φίλων ἀπονενόσφικεν Ἐπιγραφ. Newton σ. 755: ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπ., Κύριλλ. 371D, κτλ. 2) ἀφαιρῶ, [[ἁρπάζω]] τι διὰ τῆς βίας [[παρά]] τινος. ὅδ’ ἧν ἄρα ὁ ξυλλαβών με καπονοσφίσας ὅπλων Σοφ. Φ. 979: ― Παθ., ἀποστεροῦμαι τινος, ἐδωδήν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 562. ΙΙ. Μετ’ αἰτ. τόπου, [[φεύγω]] ἀπό τινος, προσπαθῶ ν’ ἀπομακρύνω τι ἀπ’ ἐμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 480.
|lstext='''ἀπονοσφίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποστερῶ, [[χωρίζω]], δὲν [[δέχομαι]], [[ἀποδιώκω]], [[τάων]] οὐκ ἄν τίς σε… δόμων ἀπονοσφίσσειεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 158· με [[μοῖρα]] φίλων ἀπονενόσφικεν Ἐπιγραφ. Newton σ. 755: ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπ., Κύριλλ. 371D, κτλ. 2) ἀφαιρῶ, [[ἁρπάζω]] τι διὰ τῆς βίας [[παρά]] τινος. ὅδ’ ἧν ἄρα ὁ ξυλλαβών με καπονοσφίσας ὅπλων Σοφ. Φ. 979: ― Παθ., ἀποστεροῦμαι τινος, ἐδωδήν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 562. ΙΙ. Μετ’ αἰτ. τόπου, [[φεύγω]] ἀπό τινος, προσπαθῶ ν’ ἀπομακρύνω τι ἀπ’ ἐμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 480.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπονοσφίσω, <i>att.</i> ἀπονοσφιῶ;<br /><b>1</b> séparer de, éloigner ; dérober, voler : τινα ὅπλων SOPH dérober à qqn ses armes;<br /><b>2</b> chercher à frustrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νοσφίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονοσφίζω Medium diacritics: ἀπονοσφίζω Low diacritics: απονοσφίζω Capitals: ΑΠΟΝΟΣΦΙΖΩ
Transliteration A: aponosphízō Transliteration B: aponosphizō Transliteration C: aponosfizo Beta Code: a)ponosfi/zw

English (LSJ)

   A put asunder, exclude from, τινὰ δόμων h.Cer.158.    2 bereave or rob of, ὅπλων τινά S.Ph.979:—Pass., to be robbed of, ἐδωδήν h.Merc.562.    3 Med., embezzle, τὰ κοινά OGI515.49 (Mylasa), prob. in SIG37 (Teos, v B.C.).    II c. acc. loci, flee from, shun, S.OT480 (lyr.), cf. Ichn.131.

German (Pape)

[Seite 317] absondern, τινά τινος, trennen, berauben, H. h. Cer. 158; Soph. Phil. 967; τί, rauben, Orph. Arg. 679; aber μαντεῖα ἀπ. O. R. 480 = vermeiden, Schol. ἐκφεύγειν. – Pass., beraubt werden, ἐδωδήν H. h. Merc. 562.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονοσφίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποστερῶ, χωρίζω, δὲν δέχομαι, ἀποδιώκω, τάων οὐκ ἄν τίς σε… δόμων ἀπονοσφίσσειεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 158· με μοῖρα φίλων ἀπονενόσφικεν Ἐπιγραφ. Newton σ. 755: ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπ., Κύριλλ. 371D, κτλ. 2) ἀφαιρῶ, ἁρπάζω τι διὰ τῆς βίας παρά τινος. ὅδ’ ἧν ἄρα ὁ ξυλλαβών με καπονοσφίσας ὅπλων Σοφ. Φ. 979: ― Παθ., ἀποστεροῦμαι τινος, ἐδωδήν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 562. ΙΙ. Μετ’ αἰτ. τόπου, φεύγω ἀπό τινος, προσπαθῶ ν’ ἀπομακρύνω τι ἀπ’ ἐμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 480.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπονοσφίσω, att. ἀπονοσφιῶ;
1 séparer de, éloigner ; dérober, voler : τινα ὅπλων SOPH dérober à qqn ses armes;
2 chercher à frustrer, acc..
Étymologie: ἀπό, νοσφίζω.